Την Κυριακή εκείνη ήταν κλειστό το Μουσείο του Λούβρου. Έπρεπε να γίνουν εργασίες καθαριότητας και διάφορες επισκευές ώστε με το ξεκίνημα της εβδομάδας να είναι όλα έτοιμα και στην θέση τους για να υποδεχτούν τους χιλιάδες επισκέπτες. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν έγινε αντιληπτό ότι δεν ήταν όλα στη θέση τους.
Η 21η Αυγούστου του 1911 ήταν από εκείνες τις μέρες που κανένας διευθυντής Μουσείου δεν θα ήθελε να ζήσει. Ένα από τα διασημότερα Αναγεννησιακά αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης η Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι, έλειπε από την θέση που την είχαν κρεμασμένη για πάνω από 100 χρόνια. Κανένας από τους 800 υπαλλήλους του μουσείου δεν κατάλαβαν πως και πότε ξεκρεμάστηκε ο πίνακας και στην αρχή όλοι νόμιζαν πως ο πίνακας έλειπε γιατί θα τον είχαν πάρει στα εργαστήρια για να τον φωτογραφίσουν. Και όχι δεν ήταν καμιά ελληνική υπηρεσία αλλά το Λούβρο.
Την επόμενη μέρα ειδοποιήθηκε η αστυνομία και πλακώσανε 60 επιθεωρητές και πάνω από 100 αστυνομικοί για να εξιχνιάσουν το μυστήριο. Οι πόρτες κλείδωσαν, κανείς δεν έμπαινε κανείς δεν έβγαινε μέχρι να ανακριθούν όλοι. Ήταν πραγματικά σπαζοκεφαλιά η υπόθεση, μέχρι και η ίδια η διεύθυνση θεωρήθηκε υπεύθυνη ότι ενθάρρυνε τον κλέφτη αλλά τελικά τίποτα δεν μπορούσε να τους εμπλέξει με την υπόθεση.
Τον Σεπτέμβριο η αστυνομία χτύπησε την πόρτα δύο προσωπικοτήτων οδηγώντας τες στο τμήμα: ήταν ο ζωγράφος Pablo Picasso και ο φίλος του ποιητής Guillaume Apollinaire. Οι δυο τους θεωρήθηκαν ύποπτοι από την αστυνομία καθότι εκείνη την περίοδο είχε βγεί η βρώμα ότι ο Πικάσο αγόραζε πολλά δυνατά κομμάτια –φυσικά κλεμμένα- μεταξύ των οποίων ήταν και η αινιγματική Λίζα. Τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν καμία σχέση. Πέρασαν μήνες, ένας χρόνος, δύο χρόνια και ακόμα τίποτα.
Η μεγαλύτερη κλοπή του αιώνα συνέχιζε να κοσμεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ώσπου το Δεκέμβρη του 1913 ένας έμπορος έργων τέχνης δέχτηκε στο γραφείο του στην Φλωρεντία έναν μουστάκια Ιταλιάνο, τον Βιτσέντζο Περούτζια. Αυτός ο Βιτσέντζος λοιπόν του ζήτησε το πραγματικά αστείο ποσό των 500.000 λιρών (250 χιλιάδες ευρώ περίπου) για να του δώσει το αυθεντικό πορτραίτο της Λίζα.
Ο έμπορας τα χασε στην αρχή αλλά σαν πονηρός και έμπειρος στα παζάρια ζήτησε να δει τον πίνακα πρώτα. Έτσι, κλείσανε συνάντηση στο μικρό διαμέρισμα του Περούτζια οπότε και πήρανε τον πίνακα για να ελέγξουν την αυθεντικότητά του. Bingo! Ήταν ο πραγματικός! Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία η οποία και μπαγλάρωσε τον Περούτζια.
Μετά από τόσο κυνήγι η αλήθεια άρχισε να ξεδιπλώνεται. Ο Περούτζια ήταν παλιός υπάλληλος στο Λούβρο και ήξερε καλά τα κατατόπια όπως επίσης και πώς να ελιχθεί προσποιούμενος με μια άσπρη ποδιά έναν από τους συντηρητές του μουσείου. Ο ίδιος μισούσε τους Γάλλους και το Ναπολέοντα που έκλεψε δήθεν αυτόν τον ιταλικό θησαυρό και με την κλοπή αυτή ήθελε να διορθώσει αυτή την εθνική αδικία επιστρέφοντας το πορτραίτο στην πατρίδα Ιταλία. Ο καημένος ξέχασε ή μάλλον δεν ήξερε ότι οι Γάλλοι δεν κλέψανε ποτέ την Μόνα Λίζα αλλά την είχε κάνει δώρο ο ίδιος ο Ντα Βίντσι στον Γάλλο βασιλιά Φραγκίσκο τον 16 αιώνα.
Η αλήθεια λοιπόν βρισκόταν πιο βαθιά και άκουγε στο όνομα Eduardo de Valfierno ο οποίος ήταν ένας έξυπνος απατεώνας από την Αργεντινή που έπεισε το άλλο το κουτορνίθι να κλέψει τον πίνακα, απλά να τον κλέψει. Στο μεταξύ ο Εντουάρντο φρόντισε να πουλήσει έξι πιστά αντίγραφα της Τζοκόντα πλασάροντας τα σε κάτι ψωνισμένα κορόιδα για αυθεντικά. Τα βλήματα νόμιζαν ότι αγόραζαν την πραγματική Τζοκόντα μιας και διάβασαν στις εφημερίδες πως είχε κλαπεί.
Ο Περούτζια ευτυχώς την γλίτωσε με έναν χρόνο φυλάκα αλλά ο Εduardo έβγαλε τα λεφτάκια του και εξαφανίστηκε.
Ήταν μια κομπίνα-κλοπή που λίγο κόντεψε να κάνει την Τζοκόντα να γελάσει μετά από αιώνες αναποφασιστικότητας…