Η γειτονιά όπου μένω στη Λειψία είναι από τις πιο πολυπολιτισμικές που μπορεί να βρει κανείς εδώ. Δεν το ήξερα όταν έψαχνα σπίτι, αλλά η περιοχή μου έμοιαζε ιδανική. Μόλις δέκα λεπτά περπάτημα από το κέντρο, κανονικές έως φθηνές τιμές ενοικίων, πάρκα και πρασινάδα παντού σύμφωνα με το google maps, και το όνομα, άκρως θελκτικό· Neuestadt -ελληνιστί, ‘νέα πόλη’! Και παρά το κρούσμα Legita (το οποίο θα το αναλύσω κάποια άλλη στιγμή..) δεν ενοχλείται κανείς, ούτε και οι διαδηλώσεις τους φτάνουν ποτέ ως εδώ.
Στους δρόμους τριγύρω από το σπίτι μου, λοιπόν, υπάρχουν συγκεντρωμένα πολλά εστιατόρια με κεμπάπ και ντονέρ, σούπερ μάρκετ με ανατολίτικα προϊόντα (τις προάλλες βρήκα μάλιστα ακόμα και φάβα σε ένα από αυτά), καφενεία, όπου μαζεύονται οι άντρες κυρίως και πίνουν τον καφέ τους με συνοδεία κάποιου παιχνιδιού χαρτιών, εικόνα ακριβώς όπως και στα καφενεία των ελληνικών χωριών. Έχουμε μάλιστα κι έναν πολυχώρο εν ονόματι «Το Ιαπωνικό Σπίτι», όπου κάποιες μέρες την εβδομάδα ανοίγει και μπορεί να πάει όποιος θέλει να πιεί καφέ και να φάει κουλουράκια ή να δοκιμάσει ανατολικές σπεσιαλιτέ, να γνωρίσει κόσμο, να συναναστραφεί με τους γείτονές του.
Η πιο διάσημη οδός είναι η λεγόμενη Eisenbahnstrasse, που έχει τη φήμη ως ένας από τους πιο επικίνδυνους δρόμους της Λειψίας. Κυκλοφορούν ποικίλες ιστορίες, φαντασιοκοπίες κυρίως, καθώς από τη δική μου εμπειρία, έχοντας βρεθεί να περπατάω και στις 3 το πρωί εκεί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά φήμες που διογκώνονται λόγω άγνοιας. Επί της Eisenbahnstrasse λοιπόν υπάρχει το αγαπημένο μου μέρος για κεμπάπ. Έχω χάσει πλέον το μέτρημα του πόσες φορές έχω πάει να πάρω κάτι από εκεί. Ήταν το πρώτο μέρος που πήγαμε με την συγκάτοικό μου, πριν καν μετακομίσω στη Λειψία, για να γνωριστούμε. Πάντοτε σε εκείνο το μέρος, όπως και όπου βρεθώ αναμεταξύ ‘γειτονικών’ λαών, τυχαίνει να με ρωτάνε από πού είμαι. Η μελαχρινή μου χαίτη και τα μαύρα μάτια και φρύδια δεν με βοηθάνε ιδιαιτέρως να ξεγελώ ως Γερμανίδα. Η συνέχεια της συζήτησης είναι σχεδόν πάντα η ίδια:
«Από πού είσαι;»
«Από την Ελλάδα»
«Αααα, Ελλάδα! Τι ωραία, τους συμπαθούμε και μας συμπαθούν οι Έλληνες!»
Οι περισσότεροι που έχει τύχει να με ρωτήσουν είναι κυρίως Κούρδοι και πολλοί έχουν βρεθεί και στην Ελλάδα, να δουλεύουν, να ζουν, να ερωτεύονται.
Ένας από εκείνους, ήταν ο Άρης, όπως μου συστήθηκε σε άπταιστα Ελληνικά. Και όταν στην αρχή μου είπε πως ήταν Έλληνας, παραλίγο να τον πιστέψω. Η ιστορία του ήταν γλυκόπικρη. Από τα 16 του βρέθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να δουλεύει και κατέληξε να έχει δύο ψητοπωλεία στο κέντρο. Ζούσε στο Περιστέρι μα η οικογένειά του ζούσε πίσω στην Ανατολία. Η κοπέλα του ήταν Ελληνίδα και παραλίγο μάλιστα να παντρευτούν. Όμως η τύχη του επιφύλασσε διαφορετικό μέλλον. Ο αδερφός του είχε αποφασίσει να πάει στην Γερμανία και μάλιστα στην Λειψία, όπου κι άνοιξε το προαναφερθέν ‘ντονεράδικο’. Όταν ο Άρης ταξίδεψε για να επισκεφθεί τον αδερφό του, εκείνος τον παρακάλεσε να έρθει να μείνει μαζί του. Στο μεταξύ, είχε χωρίσει από την Ελληνίδα φίλη του και για να μην αφήσει τον αδερφό του μόνο, αποφάσισε να μετακομίσει για μερικούς μήνες στη Λειψία.
Οι μήνες έγιναν χρόνια, τα χαρτιά του έληξαν και δεν ανανεώθηκαν ποτέ και πλέον βρίσκεται τα τελευταία τρία χρόνια ‘εγκλωβισμένος’, όπως μου είπε, στη Γερμανία, μη μπορώντας ούτε να πάει στην Ελλάδα που τόσο νοσταλγεί, ούτε καν να δει την οικογένειά του στην Τουρκία. Μιλούσαμε για πάνω από μία ώρα. Μου μιλούσε για τις γειτονιές όπου μεγάλωσε, τα αθηναϊκά του στέκια. Επέμενε να πάρω ό,τι ήθελα από το μαγαζί και προσφέρθηκε μάλιστα να μας κεράσει όσα κεμπάπ θέλαμε στους φίλους μου και σε εμένα για τα γενέθλιά μου. Και κατέληξε λέγοντάς μου πως ό,τι χρειαστώ, να μην διστάσω. «Έλληνες και οι δύο, εσύ από καταγωγή, εγώ από αγάπη», μου είπε.
Έφυγα εκείνο το βράδυ με ένα χαμόγελο στα χείλη που δεν έλεγε να με εγκαταλείψει για πολλές ώρες αργότερα. Σκεφτόμουν πόσο παράξενο είναι να βρίσκεις ανθρώπους που νιώθουν τέτοιο δέσιμο με τη χώρα σου και την αγαπούν περισσότερο από όσο μπορείς να συλλάβεις. Και άρχισα να σκέφτομαι πως η Ελλάδα έχει κάτι ιδιαίτερα εθιστικό, μα αδιόρατο, που μέχρι πρότινος δεν μπορούσα να καταλάβω. Δεν διατείνομαι πως είμαι ιδιαιτέρως πατριώτισσα, μα μετά από αυτή την κουβέντα, θυμήθηκα τα λόγια του Καζαντζάκη που είχα διαβάσει κάπου, κάποτε. Και κατάλαβα απόλυτα τι εννοούσε. Και όσο πιο πολύ χρόνο μακριά από την Ελλάδα περνώ, με όσους περισσότερους ανθρώπους συνδιαλέγομαι, τόσο καταλαβαίνω ακόμα περισσότερο και ακόμα περισσότερα..
«Όσο πιο μακριά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως από μακριά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακριά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
[Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον. Pierre Sipriot, Γαλλική Ραδιοφωνία (Παρίσι), 6 Μαΐου 1955.]