Phantom Thread, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Την καινούρια ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον θα σας προτείνουμε να τη δείτε έχοντας στο νου σας τον αγγλικό τίτλο και κυρίως την πρώτη λέξη του. Phantom. Είναι μια λέξη που αν κοιτάξουμε την καταγωγή της θα φθάσουμε στο αρχαίο ελληνικό φάντασμα  (εκ του φαίνω).

Phantom Thread, του Πάνου Λιάκου

 

Ο ήρωας που υποδύεται σε αυτό το φιλμ ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις- στην τελευταία κατά δική του δήλωση εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη- είναι στοιχειωμένος από εκείνο της μητέρας του. Και όσο κυλά η ταινία τόσο μαθαίνουμε ποια είναι και η αόρατη, η φανταστική (δεύτερη σημασία για το phantom) απειλή.  Βραβευμένος με τρία Όσκαρ (Το αριστερό μου πόδι, Θα χυθεί αίμα, Λίνκολν), ο Ντέι Λιούις παραδίδει ακόμη μία κομψή και δουλεμένη μέχρι παραμικρής λεπτομέρειας ερμηνεία που θα τολμήσουμε να χαρακτηρίσουμε ως την ιδανικότερη έξοδο που θα μπορούσε να κάνει από την τέχνη της υποκριτικής.

Ο Ρέυνολντς Γούντκοκ είναι ένας κορυφαίος σχεδιαστής μόδας στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1950. Πλήρως αφοσιωμένος στη δουλειά και στην ρουτίνα του, δεν θέλει κανείς να του τη διαταράσσει. Δεξί του χέρι η κάπως αυστηρή και επιβλητική αδερφή του. Θα γνωριστεί με μια νεαρή σερβιτόρα την οποία θα εντυπωσιάσει αρχικά με τους τρόπους του, σταδιακά θα γίνει η μούσα του μέχρι τη στιγμή που εκείνη ως ερωμένη του πλέον θα προσπαθήσει να τον βγάλει από το ψυχαναγκαστικό πρόγραμμα που επιβάλλει στον εαυτό του- εκ του οποίου όμως παράγονται κάποια από τα πιο ζηλευτά φορέματα της καλής κοινωνίας. Αυτός ο ιδιοφυής καλλιτέχνης είναι από εκείνες τις αινιγματικές περιπτώσεις ανθρώπων που προκαλούν το μυαλό των απλών θεατών αλλά οπωσδήποτε και όσων γνωρίζουν από ψυχανάλυση (προσοχή στην εμμονή του ήρωα με τη νεκρή μητέρα του).

Την ίδια στιγμή ο Ντέι Λιούις εκκινώντας από το σενάριο του Πολ Τόμας Άντερσον- σαν ηθοποιός επηρεασμένος από τη μέθοδο του Στανισλάφσκι που είναι- ψάχνει πραγματικά να δει ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης άνθρωπος. Γι’ αυτή την κοπιώδη δουλειά του παίρνει για ακόμη μια φορά το δρόμο για τα Όσκαρ του 2018. Δεν θα μπορείτε να πιστέψετε την ερμηνεία του. Την αριστοκρατικότητα των κινήσεών του.  Την άρθρωσή του. Τις παύσεις του. Τη φυσικότητα με την οποία εν τέλει του βγαίνει να παίξει τις κυνικές στιγμές (οι οποίες δίνουν ανά στιγμές τις βρετανικά χιουμοριστικές πινελιές του φιλμ), τα βλέμματα με το φόβο του θανάτου και τις εκρήξεις αυτού του ανθρώπου. Δίπλα του οι δυο κυρίες λάμπουν κι αυτές. Η Βίκυ Κριπς καταφέρνει να κινηθεί ανάμεσα στο ρομαντικό (σαν ηρωίδα παλιού χολιγουντιανού μελοδράματος- βλέπε και τους τίτλους τέλους) και κάποτε στο πανούργο. Όσο για τη Λέσλι Μάνβιλ, αυτή έχει πάντα στο μυαλό της- ακόμα και στις πιο σύντομες σκηνές της ότι πρέπει να είναι η σκιά του αδερφού της. Να προσπαθεί να κυριαρχεί με τον τόνο της φωνής και τις ματιές της.  Εξαιρετική (προτεινόμενη για Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου), δίνει υπόσταση στο χαρακτήρα της από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα που εμφανίζεται.

Αν θα θέλαμε να μελετήσουμε το έργο με βάση το πού ακόμη εστιάζουν τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, θα πηγαίναμε εκτός των άλλων σε εκείνη τη μεγάλη κατηγορία που λέγεται «καλύτερης σκηνοθεσίας». Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Ο Άντερσον- που είναι διάσημος για την δεξιοτεχνία του να χειρίζεται την κάμερα- δίνει ζωή σε κάθε κάδρο, το μυαλό του πηγαίνει στις πιο απρόσμενες γωνίες λήψης ώστε να μην πλήττει ο θεατής ούτε δευτερόλεπτο. Δημιουργεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα ενώ ούτως ή άλλως ολόκληρο το φιλμ όπως και οι χαρακτήρες του αποπνέουν μια αίσθηση μυστηρίου που γοητεύει. Ένα μυστήριο το οποίο υπογραμμίζεται απαλά από τις μουσικές του Τζόνι Γκρίνγουντ που να μην απορήσουμε αν τον δούμε να κερδίζει φέτος το Όσκαρ καλύτερης μουσικής. Δεν χορταίνεις να ακούς τέτοια ομορφιά!

Για το τέλος κρατάμε τη δουλειά που γίνεται στα κοστούμια από τον οσκαρούχο (και υποψήφιο για τη δουλειά του εδώ) Μαρκ Μπρίτζες. Ουσιαστικά είναι κι αυτά πρωταγωνιστές, είναι ολόκληρος ο κόσμος του ήρωα μας, του Ρεϋνολντς. Κι αυτά στο αυστηρό στυλ του χαρακτήρα του και παράλληλα κομψότατα. Εκτός από εκείνα των βασικών πρωταγωνιστών, εντυπώνεται στο μυαλό του θεατή- και καλώς εντυπώνεται διότι χρησιμεύει κάποια στιγμή στην πλοκή- το νυφικό που υποτίθεται ότι φτιάχνει ο Ρέϋνολντς σε μια πριγκηπέσα.

Από εκείνες τις μεγάλες στιγμές του κινηματογράφου που δεν συνοψίζονται εύκολα σε μερικές γραμμές (γράφουμε- σβήνουμε, γράφουμε- σβήνουμε και δεν λέμε να καταλήξουμε ή κατάλληλα να συνοψίσουμε!) . Κι αυτό επειδή έχουμε ένα κινηματογράφο με τα κάπα κεφαλαίο. Μια επίσκεψη στον κοντινότερο σε εσάς κινηματογράφο θα σας πείσει.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα