Το ζήτημα της «προοδευτικής» αλητείας με την «επαναστατική» (δηλαδή αντικοινωνική) λαθρεπιβίβαση στα ΜΜΜ με έκανε να θυμηθώ (άσχετα αλλά συνειρμικά) την εποχή που πήγαινα στην έκτη τάξη του (εξατάξιου τότε) Γυμνασίου. Και θα καταλάβετε παρακάτω το γιατί.
Από την πρώτη Γυμνασίου πήγαινα στο Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών στην Πλάκα – τότε υπήρχαν ξεχωριστά γυμνάσια αρρένων και θηλέων (δεν έπρεπε αγόρια και κορίτσια να βρίσκονται μαζί). Εκεί, μεταξύ άλλων, είχα συμμαθητή έναν καλό φίλο, τον Στέλιο, που έμενε στην Αγία Παρασκευή, που τότε (τέλη της δεκαετίας του ’50) ήταν απλώς ένα μικρό χωριό έξω από την Αθήνα. Στην πέμπτη Γυμνασίου τον έχασα από συμμαθητή γιατί πήγε στο σχολείο της Αγίας Παρασκευής, αλλά ήμασταν μαζί στο φροντιστήριο του σπουδαίου Μαντά (ενός εξαιρετικού Μαθηματικού – πραγματικού δάσκαλου).
Πριν από το 1964 δεν υπήρχε το λεγόμενο Ακαδημαϊκό Απολυτήριο (δηλαδή ο πρόδρομος των πανελληνίων εξετάσεων) που οργάνωσαν ο Παπανούτσος και ο Κακριδής με υπουργό Παιδείας τον Λουκή Ακρίτα. Τότε, λοιπόν, κάθε Τμήμα των δύο Πανεπιστημίων (Αθήνας και Θεσσαλονίκης – δεν υπήρχαν άλλα πανεπιστήμια), όπως και κάθε τμήμα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης (καθώς και η Ανωτάτη Εμπορική και η Πάντειος) οργάνωνε τις δικές του εξετάσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες και μπορούσες (προλάβαινες) να παραστείς σε ορισμένες μόνο από αυτές.
Τα θέματα των εξετάσεων τα έβαζαν οι καθηγητές των Σχολών που εξέταζαν και τα γραπτά. Οι αριθμοί των εισακτέων ήταν δραματικοί. Για παράδειγμα, θυμάμαι πως το Τμήμα Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του Μετσόβιου (το μοναδικό τότε τέτοιο Τμήμα στην Ελλάδα) έπαιρνε κάθε χρόνο 30 φοιτητές, όταν έδιναν εξετάσεις γι’ αυτό το Τμήμα περισσότεροι από 1.400 μαθητές. Επιπλέον, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές έλεγαν πως δεν τους ενδιαφέρει τί κάνει το ελληνικό σχολείο (τι ύλη και σε τι επίπεδο διδάσκει) – τους ενδιαφέρει αυτοί που θα περάσουν, ας πούμε στο Πολυτεχνείο, να ξέρουν πραγματικά Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία για να μπορούν να προχωρήσουν με σοβαρότητα. (Και όχι από τη σελίδα τάδε μέχρι τη σελίδα δείνα). Έτσι, ήταν αδύνατο να μπεις σε μια Σχολή (ιδιαίτερα των θετικών επιστημών) χωρίς να πας σε ένα (από τα πολύ λίγα) καλό φροντιστήριο.
Στο τέλος της πέμπτης Γυμνασίου, ο Στέλιος μου λέει:
Βρε Τάσο, δεν έρχεσαι κι εσύ στο Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στην τελευταία τάξη; Στο Πρότυπο της Πλάκας βάζουν πολλές εργασίες, έχει πολλή δουλειά, αλλά άσχετη με αυτά που ζητούν στις εξετάσεις του Πολυτεχνείου. Στο Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής δεν θα έχεις καθόλου δουλειά και θα μπορείς να ασχοληθείς αποκλειστικά με το φροντιστήριο. Έτσι αποφάσισα να αλλάξω σχολείο και να πάω στο Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής. Εκείνο το Γυμνάσιο ήταν μεικτό γιατί η περιοχή δεν είχε τόσα παιδιά ώστε να απαιτούνται δύο σχολεία. Φυσικά, κάθε τάξη είχε γύρω στους 75 μαθητές (όπως όλα τα Γυμνάσια εκείνης της εποχής).
Το σχολείο βρισκόταν στον πάνω όροφο ενός μικρού διώροφου κτιρίου πάνω στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής (στο δεξί μέρος κοιτώντας από τη Μεσογείων – στο αριστερό ήταν και είναι η εκκλησία). Είχε τρεις αίθουσες διδασκαλίας και ένα μικρό γραφείο. Στο ισόγειο υπήρχαν δύο καταστήματα. Για να μπεις στο σχολείο ανέβαινες μερικά τσιμεντένια σκαλοπάτια (χωρίς κάγκελα) από το πίσω μέρος. Η πλατεία της Αγίας Παρασκευής τότε (δηλαδή το 1963), ήταν μια χωματένια αλάνα που ήταν ουσιαστικά η αυλή του σχολείου (χωρίς, φυσικά, κάποια περίφραξη). Από τα 75 παιδιά της τάξης μου, τα τέσσερα (εγώ, ο Στέλιος, η Νότα και η Ματίνα) είχαμε στόχο (και τις ανάλογες γνώσεις) για να προχωρήσουμε στην Ανώτατη εκπαίδευση (όπως και έγινε). Τα άλλα 71 ήταν απελπιστικά χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Οι τέσσερις, λοιπόν, καθόμασταν στα δύο τελευταία θρανία και δεν είχαμε κάποια σχέση με τα άλλα παιδιά.
Εκείνη τη χρονιά δεν αγόρασα τα σχολικά βιβλία (τότε δεν υπήρχαν δωρεάν βιβλία). Τι να τα κάνω; Οι βάσεις που είχα πάρει από το Πρώτο Γυμνάσιο της Πλάκας ήταν αρκετές για να μην έχω ιδιαίτερα προβλήματα στα φιλολογικά μαθήματα και, φυσικά, στα θετικά μαθήματα υπήρχε το φροντιστήριο. Κι εξάλλου δεν είχαν καμιά σημασία οι βαθμοί στο απολυτήριο του Γυμνασίου.
Φυσικά, δεν το είπα στον πατέρα μου κι έτσι έκανα την πρώτη μου οικονομία. Η οικογένειά μου δεν ήταν φτωχή για την εποχή εκείνη, αφού ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος στην ΗΕΑΠ και αργότερα στη ΔΕΗ (που εξαγόρασε την ΗΕΑΠ). Αλλά δεν υπήρχε η έννοια του «ελεύθερου» χαρτζιλικιού – κάθε χρήση χρημάτων ήταν ελεγχόμενη και έπρεπε να δικαιολογείται. Για παράδειγμα, όταν ήθελα να πάω στον κινηματογράφο ή στο θέατρο (που ήταν ανέκαθεν οι αγάπες μου) μου έδιναν (με ακρίβεια) το αντίτιμο του εισιτηρίου.
Έτσι άρχισε η σχολική χρονιά. Μέσα στις πρώτες μέρες με σήκωσε στον πίνακα ο Μαθηματικός και μου ζήτησε να λύσω μια άσκηση Γεωμετρίας. Ήταν παιχνιδάκι για μένα – να μια βοηθητική ευθεία εκεί, να κάποιες αναλογίες και όπερ έδει δείξαι. Τότε ο Μαθηματικός μου είπε (καταλαβαίνοντας πως αυτά ήταν πράγματα που είχα μάθει σε σοβαρό φροντιστήριο): Αγόρι μου, ας μην μπερδεύουμε τους άλλους μαθητές, που δεν καταλαβαίνουν τόσα πράγματα. Άσε να τη λύσω εγώ όπως λέει το σχολικό βιβλίο. Και δεν με ξανασήκωσε στον πίνακα όλη τη χρονιά. Και, προφανώς, το είπε και στην αδελφή του που μας έκανε Φυσική – και εκείνη δεν με σήκωσε ποτέ.
Το απίθανο, όμως, ήταν άλλο. Ο διευθυντής του Γυμνασίου (φιλόλογος μεγάλης ηλικίας) πρέπει να είχε μάλλον κάποια νοητική υστέρηση (ή να είχε πλήρη αδιαφορία, ή να είχε σηκώσει ψηλά τα χέρια με τέτοιους μαθητές που είχε). Κάθε μέρα κάποιος μαθητής πήγαινε στο γραφείο του και του έλεγε: Κύριε Γυμνασιάρχα, μπορώ να κρατήσω για ενθύμιο το σημερινό φύλλο του απουσιολόγιου; Ο γυμνασιάρχης απαντούσε: Ναι, παιδί μου. Κι έτσι δεν καταχωρούνταν ποτέ οι απουσίες.
Απαλλαγμένος, λοιπόν, από τα μαθήματα και από τις απουσίες, σχεδίασα νέες οικονομίες. Ο τρόπος που πήγαινα στο σχολείο καθημερινά ήταν ο εξής:
Μέναμε στο Παγκράτι. Ξεκινούσα το πρωί μαζί με τον πατέρα μου με το τρόλεϊ κι εγώ κατέβαινα στο Καλλιμάρμαρο για να πάρω από κει το λεωφορείο για την Αγία Παρασκευή. Το εισιτήριο για την Αγία Παρασκευή ήταν αρκετά πιο ακριβό από το αστικό, αφού η διαδρομή ήταν τότε υπεραστική. Άρα άξιζε τον κόπο.
Κατέβαινα, λοιπόν, στο Στάδιο και πήγαινα περπατώντας στην Αγία Παρασκευή. Βέβαια, το πρόβλημα δεν ήταν μόνο τα χιλιόμετρα της διαδρομής, αλλά και η ίδια η διαδρομή. Τότε η σημερινή λεωφόρος Μεσογείων ήταν ένας δρόμος με δύο λωρίδες: μία άνοδος και μία κάθοδος. Αριστερά και δεξιά στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής είχε χωράφια (συνήθως με περίφραξη) και δεν υπήρχαν πεζοδρόμια. Υπήρχε μόνο ένα χωμάτινο χαντάκι για τα νερά της βροχής. Δηλαδή, ήταν μια διαδρομή με πολλά εμπόδια. Φυσικά, όλη τη χρονιά δεν πήγα ποτέ στο σχολείο την πρώτη ώρα. Συνήθως οι τέσσερις της παρέας μας συναντιόμασταν στην πάνω δεξιά γωνία της πλατείας το πρώτο διάλειμμα. Εκεί αποφασίζαμε τι θα κάνουμε το υπόλοιπο πρωινό.
Βέβαια, τις περισσότερες φορές μπαίναμε να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα. Υπήρχαν, όμως, και δύο άλλες επιλογές. Κάποιες ηλιόλουστες μέρες πηγαίναμε με τα πόδια, περπατώντας μέσα από χωράφια, στο πάρκο του Πικιώνη στη Φιλοθέη. Κάποιες άλλες φορές, όταν έπαιζε κάποιο καλό έργο στο Ρεξ, πηγαίναμε να το δούμε. Τότε το Ρεξ (που ήταν κινηματογράφος) έφερνε αρκετά συχνά καλά έργα και είχε και πρωινές προβολές.
Όπως βλέπετε, άλλες εποχές άλλα ήθη. Δεν υπήρχε καν η έννοια της λαθρεπιβίβασης (εκτός από το παιχνίδι της «σκαλομαρίας» στα τραμ), μολονότι η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη (και δεν συγκρίνεται, φυσικά, με τη σημερινή). Υπήρχε, όμως, η έννοια της αξιοπρέπειας και ο κόσμος (και όχι μόνο οι νέοι) δεν φοβόταν να περπατήσει. Θυμάμαι, μεταξύ πολλών άλλων, μια περιγραφή της Μοσχολιού για τα χιλιόμετρα που περπατούσε κάθε μέρα η μάνα της για να βγάλει στην άλλη άκρη της Αθήνας ένα πολύ μικρό μεροκάματο.