‘’Πάση θυσία’’ στους κινηματογράφους, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Τι δήλωσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, Κατερίνα Σταματελοπούλου

Τι δήλωσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό

Παρότι υπάρχει αξιοσημείωτη πρόοδος των ελληνικών επιχειρήσεων ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, οι επιχειρήσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση των εργαζομένων, την καλύτερη αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα...

Μπεν Φόστερ, Κρις Πάιν και Τζεφ Μπρίτζες στην ίδια ταινία. Και τι ταινία! Από εκείνα τα αστυνομικά που μας πηγαίνουν στο Δυτικό Τέξας, με τους σκληροτράχηλους ρέιντζερ που αναζητούν τα ίχνη  εγκληματιών  που στην προκειμένη περίπτωση θέλουν να ‘’χτυπήσουν’’ τα υποκαταστήματα της τράπεζας που έχει κατασχέσει την πατρική τους γη.

πάση θυσία

Και το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικό φιλμ που παρακολουθείται με περιέργεια από τα πρώτα κιόλας λεπτά του. Αυτό βεβαίως οφείλεται στον τρόπο που γράφτηκε το σενάριο από τον διόλου τυχαίο Τέιλορ Σέρινταν. Είναι ο ίδιος που έγραψε το ‘’Sicario, ο εκτελεστής’’ που σκηνοθέτησε ο Ντενί Βιλνέβ και που με μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο μαθαίνω ότι ετοιμάζεται να ντεμπουτάρει και ως σκηνοθέτης με το ‘’Wind River’’ που θα κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Σάντανς.

Μέχρι να έρθει η στιγμή να παρακολουθήσουμε πώς τα πηγαίνει ο Σέρινταν στο τιμόνι της σκηνοθεσίας, ας ασχοληθούμε με τη δουλειά που κάνει ως σεναριογράφος στο ‘’Πάση Θυσία’’. Πρώτα απ’ όλα φαίνεται ότι μαζί με το σκηνοθέτη Ντέιβιντ Μακένζι γνωρίζουν από τους ρυθμούς που πρέπει να έχει μια ταινία αυτού του είδους ενώ μας συστήνει όλους τους χαρακτήρες γρήγορα και με απλό τρόπο. Το ζήτημα εδώ ήταν να καταφέρει μεταξύ άλλων να δείξει και την αντίθεση ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια Δύση. Το καινούριο εκπροσωπείται προφανώς από τα δύο αδέρφια που θέλουν να σώσουν την περιουσία τους κυρίως για χάρη του ενός που είναι διαζευγμένος και με δύο παιδιά που θα μπορέσουν να εξασφαλιστούν στη ζωή τους διότι στο εν λόγω κτήμα έχουν βρεθεί κοιτάσματα πετρελαίου. Ο παλιός νόμος της Δύσης είναι ο χαρακτήρας του Τζεφ Μπρίτζες, ένας κυνικός, χήρος ρέιντζερ που ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί.  Απολαμβάνει να περιπαίζει τον βοηθό του Αλμπέρτο για την ινδιάνικη καταγωγή του-ετοιμαστείτε για πολλές ατάκες- ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει μεταξύ τους σχέση δασκάλου-μαθητή (υποδεικνύεται και ενδυματολογικά καθώς ο Αλμπέρτο αντιγράφει ακόμα και το ντύσιμο του δασκάλου του) και όπως θα φανεί και προς το τέλος της ταινίας, ο γέρο-Χάμιλτον τον συμπαθεί πραγματικά.

Χαρακτήρες που υπηρετούν αυτό που θέλει να πει στο σύνολό της η ταινία και που σχετίζονται με τα σύγχρονα οικονομικά προβλήματα δεν είναι μονάχα οι κεντρικοί που διαβάσατε πιο πάνω. Υπάρχουν και κάποιοι μικροί αλλά ωραία πλασμένοι (τόσο από πλευράς σεναρίου όσο και υποκριτικής στην πρώτη και την τρίτη αναφερόμενη περίπτωση) ρόλοι. Να αναφέρουμε, λοιπόν,  ενδεικτικά εκείνον της σερβιτόρας-το ρόλο έχει η Κέιτι Μίξον- που αρνείται να παραδώσει το ‘’βρώμικο’’ φιλοδώρημα που της άφησαν οι δυο κακοποιοί καθώς με αυτό θα μπορέσει να εξασφαλίσει τη δόση του δανείου της για να μην την πετάξουν έξω από το σπίτι της ή το γελαδάρη που συναντά τυχαία ο Μπρίτζες με το συνεργάτη του και εκφράζει το πόσο τον έχει κουράσει αυτή η δουλειά που δεν θέλουν ούτως ή άλλως να συνεχίσουν τα παιδιά του. Ένα ακόμη πέρασμα που μετράει είναι η γριά σερβιτόρα που προσφέρει ένα σπαρταριστό επεισόδιο, πολύ καλά ισορροπημένο ανάμεσα στο κωμικό και την αλήθεια που εν τέλει βγάζει.

Και δεν είναι μονάχα η κοινωνικοπολιτική διάσταση της ταινίας που δεν σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη. Είναι και που σε πολλά σημεία σου κόβει την ανάσα με τα όσα διαδραματίζονται και ειδικότερα καθώς φτάνουμε προς το τελευταίο και πιο περιπετειώδες μέρος της ταινίας, από τη ληστεία στο υποκατάστημα της πόλης Ποστ του Τέξας και μετά. Εν συνεχεία, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όπως σεναριογράφος και σκηνοθέτης πάτησαν πάνω σε παλαιότερες φόρμες (του γουέστερν, λ.χ.)  προκειμένου βέβαια να κάνουν μια ταινία για το Τέξας του 2016,  έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τo soundtrack που σμίγει κάντρι μπλουζ κομμάτια  του van Zandt (‘’Dollar Bill Blues’’, τι μουσικάρες μπορεί κανείς να ανακαλύψει μέσω του σινεμά, σκέφτομαι) με τις υπέροχες καινούριες συνθέσεις των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις.

Είναι όντως μια ταινία που κατά τα λεγόμενα του σκηνοθέτη της Ντέιβιντ Μακένζι-Σκωτσέζος κι όμως με τέτοιο βλέμμα πάνω στη σύγχρονη Αμερική-, ‘’εξερευνά τον πόνο του αμερικάνικου ονείρου’’. Ταυτόχρονα όμως είναι και άκρως ψυχαγωγική, φεύγεις από αυτή χορτασμένος σε κάθε επίπεδο.

 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα