Ένα από τα μεγαλύτερα φαβορί για τα επερχόμενα Όσκαρ. Μια ταινία που συζητιέται πολύ για τον τρόπο που κινείται ανάμεσα στο αστυνομικό είδος και την τραγωδία καθώς επίσης για τις ερμηνείες των Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Γούντι Χάρελσον και Σαμ Ρόκγουελ.
Όσο τετριμμένο και αν ακούγεται, θα πρέπει να το επαναλάβουμε. Τα πάντα ξεκινούν από το γράψιμο του σεναρίου. Κι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αυτό το σενάριο- που το μετατρέπει με ακρίβεια και σε εικόνες- είναι ο Μάρτιν Μακ Ντόνα, ο ταλαντούχος συγγραφέας από την Ιρλανδία. Με πιο γνωστές στιγμές του τον Πουπουλένιο για το θέατρο και την Αποστολή στη Μπρυζ για τον κινηματογράφο. Με τις Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μισούρι, βρισκόμαστε ενώπιον της καλύτερης δουλειάς του για το σινεμά, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μεγάλο μάθημα συγγραφής κινηματογραφικών χαρακτήρων και δημιουργίας σασπένς όχι αποκλειστικά μέσω του αστυνομικού στοιχείου.
Στα πρώτα πέντε κιόλας λεπτά (τι οικονομία!) έχουμε αντιληφθεί τις γενικές γραμμές της υπόθεσης. Η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ υποδύεται μια μητέρα που εδώ και λίγους μήνες έχει χάσει την κόρη της που κάποιος έκαψε και βίασε. Θέλοντας να κινητοποιήσει περισσότερο τις δυνάμεις της Αστυνομίας αγοράζει τρεις πινακίδες και τοποθετεί προειδοποιητικά σήματα που όπως είναι φυσικό θα τραβήξουν την προσοχή της τοπικής κοινωνίας. Αμέσως γνωριζόμαστε και με τους δυο αστυνομικούς, τον έναν- ρατσιστή, νευρικό που μένει ακόμα με τη μητέρα του υποδύεται ο Σαμ Ρόκγουελ και ο άλλος έχει τη μορφή του Γούντι Χάρελσον- ο αστυνομικός του πεθαίνει από καρκίνο.
Η κεντρική ιστορία της μητέρας διαπλέκεται τόσο αριστοτεχνικά με αυτές των δύο αστυνομικών, ο Μακ Ντόνα με μεγάλη μαεστρία παραμερίζει κάποτε την ηρωίδα του για να μας μεταφέρει την καθημερινότητα των δύο άλλων ανθρώπων, που είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις πρώτες του αντιδράσεις μπροστά σε ένα τέτοιο Σινεμά. Σε κάθε περίπτωση αυτό που βγαίνει είναι ότι ο Μακ Ντόνα ενδιαφέρεται για τους χαρακτήρες του και καταφέρνει να μας κάνει κι εμάς να ενδιαφερθούμε για τα προσωπικά τους δράματα. Ας μην μπερδεύει, ωστόσο, τους θεατές η φωτογραφία της ταινίας και η πρωταγωνίστρια- κάποιοι θα πουν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα έργο στο ύφος των Κοέν αλλά έτσι θα αδικούσαμε την πρωτότυπη γραφή του Μακ Ντόνα που μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο μας κρατάει καθηλωμένους για να δούμε πού το πάει.
Ένας συγγραφέας του διαμετρήματός του (αλήθεια υπάρχουν πολλοί τέτοιοι πλέον;) σαφώς και ξέρει να επιλέγει κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα των ηρώων του, να δημιουργεί συγκρούσεις, να κάνει το θεατή να νιώθει τον περίφημο αριστοτελικό οίκτο αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε διόλου τους πρωταγωνιστές της ταινίας. Πρώτα- πρώτα η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ (εντός της οσκαρικής πεντάδας με τα χίλια) με αυτή τη στωικότητα στο πρόσωπο που μετατρέπεται μέσα σε λίγες στιγμές, με ένα μόνο σήκωμα το φρυδιού σε σκληράδα, μας δίνει την εικόνα μιας μάνας που μετά το χαμό του παιδιού της δεν υπολογίζει ούτε φοβάται τίποτα προκειμένου να βρει τον ένοχο. Το πορτρέτο της μοιάζει πιο ολοκληρωμένο αν εξετάσουμε το μοναδικό φλας μπακ της ταινίας και κάποια λογομαχία που φαίνεται να είχε με την κόρη της. Από εκεί αλλά και από κάποια λόγια του πρώην συζύγου της απορρέουν τα ψήγματα τύψεων που διακρίνουμε στη φιγούρα της.
Γούντι Χάρελσον και Σαμ Ρόκγουελ. Από όσα ακούγονται, μάλλον θα είναι και οι δύο υποψήφιοι για το Όσκαρ του Β’ Ανδρικού ρόλου. Δεν έχουν μονάχα backstory οι χαρακτήρες τους αλλά τους γνωρίζουμε στο παρόν τους, στις σχέσεις τους με τις οικογένειές του και στις κρίσιμες αποφάσεις τους. Ο Ρόκγουελ υπακούοντας σαν μαθητούδι στα όσα του δείχνει το σενάριο σχετικά με το ρόλο του, καταφέρνει πότε να μας γίνεται αντιπαθής για τις ρατσιστικές απόψεις αυτού του αστυνομικού, πότε να αισθανόμαστε τη θλίψη του για το χαμό του ανωτέρου του (πόσο ανθρώπινα αιχμαλωτίζεται στο φακό αυτή η στιγμή που πολλοί θα έχουν νιώσει στον εργασιακό τους χώρο) και έπειτα να κατανοούμε πώς μπορεί κάποιος που από μικρό παιδί φορτώθηκε τη μητέρα του στους ώμους του να γίνεται δύστροπος. Πραγματικά καθηλωτικός ο Ρόκγουελ- ιδίως στο τελευταίο μέρος, αφού έχει διαβάσει ένα σημαντικό για την εξέλιξη/μεταστροφή του χαρακτήρα του- όπως θα αποδειχθεί- γράμμα.
Το ίδιο ώριμος υποκριτικά είναι και ο Χάρελσον στο ρόλο του ετοιμοθάνατου διευθυντή της αστυνομίας- οπωσδήποτε ο σεναριογράφος θα είχε στο μυαλό τη δική του φυσιογνωμία όταν έγραφε αυτό το θαυμάσιο υποστηρικτικό ρόλο. Του έχει γράψει πραγματικά θαυμάσιες σκηνές και ιδίως ξεχωρίζουν εκείνες στις οποίες «αποχαιρετά» την οικογένειά του, το παιχνίδι στην ακροποταμιά με τα παιδιά και το τελευταίο σμίξιμο με τη γυναίκα του που θα της μείνει σαν «πολύ ωραίο γαμήσι». Ώρες θα μπορούσαμε να γράφουμε και για τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας, όπως τον γιο της ΜακΝτόρμαντ που υποδύεται ο Λούκας Χέτζες και βγάζει ένα διαφορετικό στάδιο θρήνου (μελαγχολία, πιο χαμηλοί τόνοι) από εκείνο (των πρώτων αντιδράσεων) που έβγαλε πέρυσι στο Μια Πόλη δίπλα στη θάλασσα. Εξίσου δυνατός και ο πρώην του Τζόν Χόουκς με την μικρή Σαμάρα Γουίβινκ ως καινούρια σύντροφό του. Ο σεναριογράφος που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του φαίνεται και σε αυτό ακόμη τον πολύ ρόλο της Γουίβινγκ και τον τρόπο που μας δείχνει την αμηχανία της στη σκηνή του εστιατορίου βάζοντάς της να κάνει ολίσθημα της γλώσσας που θα προκαλούσε την περιέργεια του δόκτορος Φρόυντ.
Όσοι λατρεύουν τις ταινίες σεναρίου και διαλόγων, ας σπεύσουν.