Έκτη μεγάλου μήκους ταινία για το τρομερό παιδί από τον Καναδά, το Ξαβιέ Ντολάν. Αυτή τη φορά βασισμένος σε ένα θεατρικό έργο του Ζαν- Λυκ Λαγκάρς με τίτλο ‘’Ακριβώς το τέλος του κόσμου’’.
Φυσικά και πρόκειται για ένα οικογενειακό δράμα χαρακτήρων και όχι για κάποια ταινία καταστροφής (για όσους παρασυρθούν από τον τίτλο). Ένα δράμα σε πένθιμο κλίμα, ίσως η πιο συμπαγής στιγμή του δημιουργού, με μεγαλύτερο ατού τους άξιους ερμηνευτές που συγκεντρώνει.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά είμαστε σε θέση να καταλάβουμε την τραγική κατάσταση του πρωταγωνιστή, του συγγραφέα Λουί Κνίπερ (Γκασπάρ Ουλιέλ), ο οποίος επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι έπειτα από 12 χρόνια απουσίας προκειμένου να ανακοινώσει στη μητέρα και τα αδέρφια του ότι σύντομα πρόκειται να πεθάνει από μια ανίατη ασθένεια. Κι από εκεί και πέρα, όπως καταλαβαίνετε,με την επιστροφή του πίσω στο σπίτι ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας οι σχέσεις του Λουί με τη μικρή του αδερφή που σχεδόν δεν είχε γνωρίσει (Λέα Σεϊντού), τη μητέρα του (Ναταλί Μπάιγ) καθώς επίσης και με το χολερικό αδερφό (Βενσάν Κασέλ) και τη γυναίκα του (Μαριόν Κοτιγιάρ).
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς η ατμόσφαιρα από τη στιγμή που ο Λουί γυρίζει στο σπίτι έπειτα από τόσα χρόνια είναι φορτισμένη. Από τη μια η μικρή αδερφή που φύλαγε κάθε καρτ ποστάλ που της έστελνε και από την άλλη ο ανασφαλής μεγάλος αδερφός που αισθάνεται ότι ο Λουί τους έχει γυρίσει την πλάτη. Ο 28άχρονος σκηνοθέτης διαλέγει σε αυτή την ταινία να δουλέψει πολύ με τα γκρο πλαν που μας μεταφέρουν όλη την ένταση, την αμηχανία ή τα λόγια των πρωταγωνιστών που δεν μπορούν να βρουν το δρόμο τους. Οι γκρι τόνοι της φωτογραφίας συνάδουν με το όλο κλίμα ενώ η θεατρική στατικότητα αποφεύγεται μέσω διαφόρων τεχνασμάτων όπως των συγκινητικότατων φλας μπακ-κάποιες στιγμές τόσο αστραπιαία περνούν μπροστά από τα μάτια μας, όπως ακριβώς οι θύμησες στο μυαλό ανθρώπων που γνωρίζουν ότι το πέρασμα τους σε αυτό τον κόσμο τελειώνει. Η κινηματογραφικότητα ενισχύεται, επίσης, και από τη σεκάνς στους τίτλους αρχής όπου ο Λουί παρατηρεί τον κόσμο μέσα από το ταξί που τον πηγαίνει στο πατρικό του. Βεβαίως υπάρχουν κι άλλες απαραίτητες ανάσες μέσα στο βαρύ κλίμα και την τραγική ειρωνεία που προκύπτει από το ότι η οικογένεια έχει πλήρη άγνοια για την ασθένεια του Λουί ενώ οι θεατές τη γνωρίζουν από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Δεν γίνεται, επί παραδείγματι, να μη σας αρέσει η σκηνή όπου η Ναταλί Μπέι με την κόρη της-κι όχι όποια κι όποια, ολόκληρη Λέα Σεϊντού είναι αυτή-θα χορέψουν την μεγάλη επιτυχία ‘’Dragostea Din Tei’’. Δεν σας λέει τίποτα ο τίτλος του τραγουδιού; Κι όμως, αποκλείεται να μη το έχετε ακούσει. Διακόψτε την ανάγνωση του παρόντος άρθρου και πηγαίνετε ευθύς στο youtube.
Εντάξει; Το θυμηθήκατε; Πίσω τώρα πάλι και λίγο πριν φτάσουμε στους ηθοποιούς και τις τόσο υπέροχες ερμηνείες τους να πω ότι μπορεί μεν το θεατρικό (και κατ’ επέκταση το σενάριο που εκτός από μια σκηνή όλο το υπόλοιπο είναι βασισμένο σε αυτό) να είναι καλογραμμένο και να εισδύει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, ωστόσο δεν διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία (πράγμα που δεν είναι μεμπτό) και κατά τη γνώμη μου δεν μας δίνει παρά σπαράγματα στιγμών από την πρότερη ζωή των ηρώων ενώ ούτε προσφέρει και κάποια λύτρωση (αυτό είναι μεμπτό) στον πρωταγωνιστή της.
Μέχρι όμως να φτάσει κανείς στο φινάλε, έχει απολαύσει ερμηνείες πρωτοκλασάτες. Από πού να ξεκινήσω; Από την απόγνωση που κουβαλά στο βλέμμα του ο Γκασπάρ Ουλιελ; Τον τρόπο που εκφέρει τις ατάκες της η Κοτιγιάρ όταν θέλει να μας δείξει ότι βρίσκεται σε αμηχανία; Τη Ναταλί Μπέι που ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία, την ελαφράδα και την τρυφερότητα και που το ενδυματολογικό τη ντύνει σαν να ήταν αλμοδοβαρική ηρωίδα; Και φτάνω και στους Λέα Σεϊντού και Βενσάν Κασέλ όπου όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε όλο και ανεβάζουν στροφές. Ειδικά ο Κασέλ στην τελευταία σκηνή με όλο το παράπονο που βγάζει, τα σαρώνει όλα. Απλά τον χαζεύεις.
Είναι καλό που ο Ξαβιέ Ντολάν στρέφεται πλέον σε ένα πιο στρωτό στυλ αφήγησης, χωρίς τις φαεινές ιδέες της προηγούμενης ταινίας του, του ‘’Mommy’’ (θυμάστε εκείνη τη χρήση του κάδρου, έτσι;) ενώ παράλληλα είναι ίσως και περιττό να αναφερθεί ότι , παρά τις αντιρρήσεις για τη δραματουργική έκβαση, τα κεντρικά θέματα αυτού εδώ του έργου-βλ. δυσκολία επικοινωνίας στις οικογενειακές σχέσεις, θάνατος- είναι από εκείνα που οπωσδήποτε απασχολούν πολλούς θεατές αλλά και διανοούμενους της γενιάς του (αλλά σίγουρα και κάθε γενιάς).