Ήμουνα νιος και γέρασα. Για το Τζονι Ντεπ πάει αυτό; Και για εκείνον μα και για τους θεατές της γενιάς μου (20+) που ήταν παιδάκια του δημοτικού όταν βγήκε στο σινεμά το πρώτο μέρος των ‘’Πειρατών της Καραϊβικής’’ και σήμερα είμαστε ολόκληροι νταγλαράδες και νεαρά κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά.
Ακόμη θυμάμαι με πόση προσμονή πηγαίναμε να δούμε την ‘’Κατάρα του μαύρου μαργαριταριού’’ (και έπειτα την ξαναβλέπαμε ευχαρίστως στο DVD), που ήταν μια ναυτική περιπέτεια της Ντίσνεϊ που δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες οικογενειακές ταινίες της. Ναυμαχίες, κάποιες δόσεις τρόμου και-φυσικά- ο Τζόνι Ντεπ ως Κάπταιν Τζακ Σπάροου να κλέβει την παράσταση και τις καρδιές μας. Τον έπαιξε με πραγματικό μεράκι αυτόν τον μέθυσο, τρελάρα πειρατή. Ήταν μάλιστα και η πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ αλλά στην απονομή του 2004 έχασε από την ερμηνεία του Σον Πεν για το ‘’Σκοτεινό Ποτάμι’’ του Κλιντ Ίστγουντ.
Μετά από εκείνους τους πρώτους ‘’Πειρατές’’, ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι επέστρεψε με τα δυο επόμενα μέρη και μάλιστα ‘’Το σεντούκι του νεκρού’’ κατάφερε και κέρδισε το Όσκαρ για τα οπτικά εφέ. Και όχι άδικα καθώς μαζί με την αρχική ταινία, αυτή η δεύτερη είναι εκείνη στην οποία γίνεται πιο σωστή χρήση των εφέ εν αντιθέσει με την τρίτη και έπειτα όπου πραγματικά αυτά πνίγουν το θεατή.
Να πούμε δυο λόγια για την πλοκή στο πέμπτο μέρος, ήτοι την ‘’Εκδίκηση του Σάλαζαρ’’; Ο Σάλαζαρ είναι ο απέθαντος καπετάνιος ενός ισπανικού πλοίου (στο ρόλο ο Χαβιέ Μπαρδέμ που φαίνεται να μη δυσανασχετεί αλλά που χάνεται κάτω από τους τόνους εφέ και του μακιγιάζ) που μόλις έχει ξεφύγει από το Τρίγωνο του Διαβόλου και έχει ως σκοπό να σκοτώσει κάθε πειρατή στη θάλασσα-αφήνοντας κατά τα λεγόμενά του πίσω πάντα έναν ζωντανό για να διηγηθεί την ιστορία. Κυνηγάει βεβαίως και τον εχθρό του από τα παλιά Τζακ Σπάροου και ο μοναδικός τρόπος για να νικηθεί ο τρομερός Ισπανός είναι η… τρίαινα του Ποσειδώνα. Το χάρτη που θα οδηγήσει στην τρίαινα τον Σπάροου μπορεί να το διαβάσει μονάχα μια νεαρή αστρονόμος, η Καρίνα (Κάγια Σκοντελάριο).
Αυτά εν περιλήψει… Διότι είναι τόσες οι υποπλοκές, τα φλας μπακ και οι συνδέσεις με την αρχική τριλογία που θα μπορούσαν να αποτελούσαν από μόνα τους διαφορετικά φιλμ. Δεν χωρά ούτε ερώτημα. Το φαγητό είναι ξαναζεσταμένο. Μέχρις ενός σημείου, όμως, δεν περνάς κι άσχημα βλέποντας τις περιπέτειες αυτού του σβαρνιάρη πειρατή. Τα αστεία του Κάπτεν Σπάροου είναι ακριβώς αυτού του είδους που περιμένεις ενώ υπάρχουν και κάποιες διασκεδαστικές σκηνές δράσης (π.χ εκείνη με το θησαυροφυλάκιο). Από την άλλη, όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε τόσο παρατηρείται εκείνο το φαινόμενο που είχαμε και στο τρίτο και τέταρτο μέρος της σειράς, τα εφέ πνίγουν, ξεκουφαίνουν το θεατή.
Σχετικά με τους καινούριους πρωταγωνιστές, την Κάγια Σκοντελάριο την έχουν προσέξει πολύ σε ενδυματολογικό επίπεδο, είναι και ένας ρόλος αυτός της αστρονόμου που έχει γραφτεί έτσι ώστε να έχει και κάποιες φεμινιστικές σφήνες-εντελώς ατσούμπαλα τοποθετημένες κι αυτές, όπως και η σύνδεση με τους Τέρνερ της αρχικής τριλογίας. Καμία ιδιαίτερη γεύση δεν αφήνει ο Μπρέντον Τουέιτς, ούτε και κάποια χημεία με τη Σκοντελάριο παρότι τους δίνονται σκηνές ερωτικών υπονοουμένων από το σενάριο. Να το σημειώσω-αν δεν το πω αυτό θα σκάσω- ότι κακώς δόθηκε ο ρόλος άσχημης μάγισσας στη Γκολσιφτέ Φαραχανί, μια γυναίκα σπάνιας εξωτικής ομορφιάς που θα μπορούσε να υποδυθεί κάποιο ρόλο που να την κολακεύει πιο πολύ.
Τι κατακλείδα να σκαρώσει κανείς; Θέαμα υπάρχει σε αυτή την ταινία, όπως επίσης και κάποιες συμπαθητικές στιγμές αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το ξάφνιασμα που αισθανθήκαμε στις αρχές, πίσω στα 2003. Όλα δείχνουν ότι ήρθε η ώρα το Χόλιγουντ να αρχίσει να εφευρίσκει καινούριους συναρπαστικούς ήρωες και ιδέες για μπλοκμπάστερ.