Ο Ηρόδοτος και τα παράξενα έθνη της Βορείου Αφρικής, του Γιάννη Παγουλάτου

Δημοσιεύθηκε

Ο αρχαίος Έλληνας συγγραφέας Ηρόδοτος, από την Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, θεωρείται ο θεμελιωτής της ιστορικής έρευνας. Κύριο αντικείμενο των βιβλίων του αποτελούν οι Περσικοί Πόλεμοι και τα όσα προηγήθηκαν αυτών. Το έργο όμως του Ηροδότου δεν είναι καθαρά ιστορικό. Περιέχει επίσης πολλές γεωγραφικές και λαογραφικές πληροφορίες για διάφορα έθνη του αρχαίου κόσμου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή, από τον Έλληνα ιστορικό, των εθνών της Λιβύης. Με το όνομα αυτό βέβαια, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν  αναφέρονταν μόνο στα εδάφη του σημερινού ομώνυμου κράτους. Ο όρος Λιβύη περιλάμβανε όλη την Βόρειο Αφρική, από τα δυτικά σύνορα της Αιγύπτου μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό. Σε εκείνη την αχανή περιοχή, κατοικούσε ένας μεγάλος αριθμών φυλών. Κάποιες από αυτές, διατηρούσαν αρκετά παράξενα ήθη και έθιμα, άλλοτε εντυπωσιάζοντας και άλλοτε παραξενεύοντας τους ξένους ταξιδιώτες.

Μέχρι την εξαφάνισή τους από το προσκήνιο της ιστορίας, οι Γινδάνες παρέμειναν ένα σχετικά φιλήσυχο έθνος. Οι απόψεις τους σχετικά με την ερωτική ζωή των γυναικών ήταν πάρα πολύ προχωρημένες για την εποχή τους. Αν και αποτελούσαν μια καθαρά πατριαρχική κοινωνία, απέρριπταν την πεποίθηση ότι μια νύφη πρέπει να είναι παρθένα κατά την πρώτη νύχτα του γάμου της. Ίσα ίσα πίστευαν το τελείως αντίθετο. Οι γυναίκες των Γινδάνων συνήθιζαν να φορούν γύρω από τον αστράγαλό τους πολλά δερμάτινα βραχιόλια. Αυτό γινόταν για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό, καθώς ο αριθμός τους αποτελούσε κάτι σαν δείκτη σεξουαλικότητας. Κάθε φορά που μια γυναίκα έβρισκε καινούργιο εραστή, προσέθετε και ένα επιπλέον βραχιόλι στον αστράγαλό της. Έτσι, μια ματιά στα πόδια της αρκούσε για να καταλάβει κάποιος με πόσους άνδρες είχε πάει στην ζωή της. Οι γυναίκες που έφεραν πολλά δερμάτινα βραχιόλια στους αστραγάλους τους θεωρούνταν άτομα με μεγάλο κύρος και ήταν περιζήτητες νύφες. Για τους Γινδάνες, όποια είχε κάνει τόσους πολλούς άνδρες να την αγαπήσουν, διέθετε αξιοζήλευτες ικανότητες αλλά και πολλά σωματικά και ψυχικά χαρίσματα. Εύλογα, η γυναίκα που συγκέντρωνε τα περισσότερα βραχιόλια αντιμετωπιζόταν ως η καλύτερη όλης της φυλής.

Εξίσου απελευθερωμένοι σεξουαλικά με τους Γινδάνες ήταν και οι Νασαμώνες.  Ο καθένας τους μπορούσε να έχει πολλές συζύγους, αλλά παράλληλα όλες οι γυναίκες της φυλής ήταν κοινές για όλους τους άνδρες. Όταν κάποιος ήθελε να συνευρεθεί ερωτικά με μια κοπέλα, απλώς στεκόταν μπροστά από το σπίτι της και κάρφωνε στην γη ένα ραβδί. Με τον τρόπο αυτό γνωστοποιούσε και στους άλλους άνδρες την παρουσία του στο κατάλυμα της γυναίκας, για όση ώρα θα έμενε εκεί. Όταν δε ένας Νασαμώνας παντρευόταν για πρώτη φορά, οι καλεσμένοι του γάμου μπορούσαν την ίδια νύχτα να κάνουν έρωτα με την νύφη, πριν της αφήσουν τα δώρα που της είχαν φέρει. Οι Νασαμώνες δεν έπαιρναν χρησμούς από τους θεούς αλλά από τους προγόνους τους, με έναν μάλλον μακάβριο τρόπο. Πρώτα πήγαιναν στον τάφο του νεκρού συγγενή τους και άρχιζαν να προσεύχονται, επικαλούμενοι το όνομά του. Ύστερα ξάπλωναν πάνω στο μνήμα και κοιμούνταν, πιστεύοντας πως το όνειρο που θα έβλεπαν θα ήταν και ο χρησμός που ζητούσαν. Τέλος, οι Νασαμώνες δεν φαίνεται να είχαν και τόσο εκλεπτυσμένες γαστριμαργικές προτιμήσεις, καθώς συνήθιζαν να πίνουν γάλα πασπαλισμένο με σκόνη αποξηραμένων και κονιορτοποιημένων ακρίδων.

Οι Μάκες ήταν μια φυλή, η οποία ξεχώριζε για την παράξενη εμφάνισή της. Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, κουρεύονταν με τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται πώς στο κεφάλι τους υπήρχε ένα μεγάλο λοφίο. Είναι άγνωστο αν αυτό γινόταν για καθαρά αισθητικούς λόγους ή αν τα άτομα που έφεραν τέτοιου είδους κόμμωση διέθεταν και κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή κοινωνική θέση. Οι Μάκες ξύριζαν εντελώς το κεφάλι τους, εκτός από τις τρίχες στο μέσο του, τις οποίες άφηναν να μακρύνουν πολύ. Όταν έφθαναν στο επιθυμητό μήκος, τις στερέωναν όρθιες, χρησιμοποιώντας, κατά πάσα πιθανότητα, κάποιο είδος ζωικού ή φυτικού λίπους. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μια από τις πρώτες ιστορικά καταγεγραμμένες μαρτυρίες για το λεγόμενο κούρεμα «Μοχώκ», ή αλλιώς «Μοϊκάνα», όπως είναι πιο γνωστό στις μέρες μας. Οι Μάκες συμπλήρωναν την παράξενη εμφάνισή τους με δέρματα στρουθοκάμηλων, τα οποία έφεραν μπροστά στο στήθος τους για να προστατεύονται, όταν πολεμούσαν.

Όαση στην έρημο της Λιβύης

Οι Μάξυες ήταν ένα ακόμα έθνος της Βορείου Αφρικής, που ξένιζε με το περίεργο παρουσιαστικό του. Συνήθιζαν να ξυρίζουν τελείως την αριστερή πλευρά του κεφαλιού τους, ενώ αντίθετα, στην δεξιά άφηναν πολύ μακριά τα μαλλιά τους. Επιπλέον, έβαφαν κόκκινο ολόκληρο το σώμα τους, κάνοντας την εμφάνισή τους ακόμα πιο αλλόκοτη. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει από τι ήταν φτιαγμένη η μπογιά που χρησιμοποιούσαν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είχε ως βάση της τον κόκκινο άργιλο. Οι Μάξυες διατηρούσαν επίσης την παράξενη πεποίθηση ότι δεν ήταν γηγενείς και πως αντλούσαν την καταγωγή τους από τους Τρώες.

Οι Ατάραντες θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως η φυλή των ανώνυμων. Υπήρξαν οι μόνοι σε όλο τον αρχαίο κόσμο που ακολουθούσαν το παράξενο και σπάνιο έθιμο να μην έχουν ατομικά ονόματα, παρά μόνο το εθνωνύμιο τους. Στην ερώτηση δηλαδή «πώς λέγεσαι»; η απάντηση οποιουδήποτε μέλους της φυλής ήταν «Ατάραντας». Η απουσία ξεχωριστού ονόματος για το κάθε άτομο σίγουρα θα προκαλούσε πρακτικά προβλήματα. Ο Ηρόδοτος όμως δεν μας πληροφορεί για το αν και πώς αντιμετωπίζονταν αυτά. Όπως και να’ χε, οι Ατάραντες φαίνεται ότι ήταν μια όχι και τόσο χαρούμενη φυλή, αφού συνέχεια γκρίνιαζαν για την ανυπόφορη ζέστη, ενώ καταριούνταν τον ήλιο και τον περιέλουζαν με τις χειρότερες βρισιές.

 

 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα