Κάτι διαφορετικό για αυτή τη βδομάδα, ξεμακραίνοντας πλέον από τις ταινίες που απασχόλησαν φέτος τα Όσκαρ. Ερχόμαστε, λοιπόν, ενώπιον της live-action μεταφοράς της κλασικής παιδικής ταινίας της Ντίσνεϊ ‘’Η πεντάμορφη και το τέρας’’ που προκάλεσε τέτοια αίσθηση πίσω στα 1991 ώστε βρέθηκε υποψήφια από την Αμερικανική Ακαδημία κινηματογράφου ακόμα και στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας, κερδίζοντας τελικά Όσκαρ (1992) καλύτερου τραγουδιού και Original score.
Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι μεγάλωσε φουρνιές και φουρνιές παιδιών. Ποιος δεν θυμάται στα σχολικά χρόνια στα πλαίσια του μαθήματος των αγγλικών, της μουσικής ή ακόμα και σε κάποιο παιδικό πάρτι το ευφάνταστο αυτό δημιούργημα των στούντιο της Ντίσνεϊ να παίζει ξανά και ξανά και να μας ενθουσιάζει;
Να μιλήσουμε λίγο για το μύθο; Γιατί να μη μιλήσουμε; Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα κάστρο ζούσε ένας όμορφος αλλά αλαζόνας πρίγκιπας. Αυτός ο πρίγκιπας ενδιαφέρονταν μονάχα για την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων και προσκαλούσε τους πιο όμορφους υπηκόους του στα μεγαλοπρεπή του πάρτι. Σε ένα από αυτά-μια νύχτα με βροχή- θα κάνει την εμφάνισή της μια γριά ζητιάνα ζητώντας καταφύγιο κι εκείνος παρά τις παρακλήσεις και το τριαντάφυλλο που του προσφέρει, θα την περιφρονήσει εξαιτίας του παρουσιαστικού της. Τότε εκείνη, που στην πραγματικότητα είναι μάγισσα, θα καταραστεί τον ίδιο και τους παρευρισκόμενους μετατρέποντας μάλιστα τον πρίγκιπα σε φριχτό τέρας. Τα μάγια θα λυθούν μονάχα αν ο κακομαθημένος γαλαζοαίματος καταφέρει να αγαπήσει και κυρίως να τον αγαπήσει μια γυναίκα πραγματικά προτού πέσει και το τελευταίο πέταλο του κόκκινου τριαντάφυλλου. Ει δε μη, θα παραμείνει για πάντα αυτός ένα τέρας και οι υπηρέτες του (που μεταμορφώθηκαν σε αντικείμενα με ανθρώπινη λαλιά) θα γίνουν μουσειακές αντίκες.
Ας μην εκθέσω και όλο το (ήδη πασίγνωστο) παραμύθι από εδώ. Είναι γνωστή η φυσιογνωμία της συνεσταλμένης και διαβαστερής χωριατοπούλας Μπελ και το πώς αυτή κατά την αναζήτηση του πατέρα της θα γνωριστεί με το τέρας, είναι γνώριμες και οι φιγούρες των αντικειμένων του κάστρου όπως του κηροπήγιου Λυμιέρ, της μαντάμ Τσαγερώ και του ρολογιού-εκκρεμούς Τίκι-Τάκα που θα προσπαθήσουν να τους τα φτιάξουν, τρομερός και ο Γκαστόν με την αυθάδειά του. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που τόσο αγαπήσαμε από το κλασικό παραμύθι και τη μουσική ταινία της Ντίσνεϊ είναι εδώ. Στην πραγματικότητα, αυτή η γλυκύτατη live-action εκδοχή βασίζεται κατά 80 % περίπου στην ταινία των κινουμένων σχεδίων. Ωστόσο δεν λείπουν τα καινούρια τραγούδια ενώ την ίδια στιγμή η ατμόσφαιρα γίνεται ένα τόνο πιο ‘’σκοτεινή’’ με αποτέλεσμα η ταινία να παρακολουθείται με την ίδια περιέργεια από θεατές όλων των ηλικιών.
Σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα, όπως θα φαντάζεστε, συμβάλλουν και η σκηνογραφία (τί δωμάτια του κάστρου, τί χωριατόσπιτα, τί καπηλειά, τι άμαξες!) μαζί με τα εντυπωσιακά κοστούμια τόσο των πρωταγωνιστών όσο και των κομπάρσων (χρώματα να δουν τα μάτια σας!) που ίσως τα δούμε του χρόνου να φιγουράρουν ως υποψηφιότητες στις αντίστοιχες κατηγορίες της Αμερικανικής Ακαδημίας κινηματογράφου, διόλου απίθανο δηλαδή να αναγνωριστεί ο όγκος της δουλειάς των επαγγελματιών.
Και..φτάνει σιγά-σιγά το σημείο όπου θα πρέπει να σας μιλήσω για τους ηθοποιούς, σωστά; Δεν θα είμαι σε θέση να σας πω πολλά πράγματα μιας και παρακολούθησα την ταινία στη μεταγλωττισμένη βερσιόν της, οπότε φαντάζομαι έχασα όλη τη γλυκάδα της φωνής της Έμμα Γουάτσον και τη μοναδική εκφορά λόγου των Σερ Ίαν Μακ Κέλεν και Έμμα Τόμπσον ως Τίκι-Τάκα και Μαντάμ Τσαγερώ αντίστοιχα. Σε κάθε περίπτωση η Έμμα Γουάτσον φαίνεται να ταιριάζει-αν και όχι η πρώτη σκέψη όταν κάποιος λέει ‘’πεντάμορφη’’-με όλο αυτό τον κόσμο του παραμυθιού που καλώς ή κακώς πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου την έχουν ταυτίσει μέσω… ’’Χάρι Πότερ’’. Όμορφος και ο ‘’πρίγκιπας’’ Νταν Στίβενς που στη μεγαλύτερη διάρκεια του ρόλου του είναι το ‘’τέρας’’. Σάλος ακούω ότι γίνεται με τον ‘’κουνημένο’’ Λε Φου που παίζει ο ηθοποιός Τζος Γκαντ. Ναι, υπάρχουν κάποιες νύξεις, πιο πολύ όμως μέσα από το ρόλο βγαίνει η μαλθακότητα ενός χαρακτήρα που έχει επιλέξει (μέχρι και λίγο πριν το φινάλε) να είναι κόλακας και τσιμπούρι ενός μορφονιού-στην πραγματικότητα ο Γκαστόν διόλου δε νοιάζεται το Λε Φου σαν φίλο.
Κι αν έχασα την επαφή με την πρωτότυπη αγγλική γλώσσα, εντούτοις είχα την ευκαιρία να ακούσω κάποιες πρώτες αντιδράσεις των λιλιπούτειων θεατών εκείνης της προβολής στην οποία βρέθηκα. Τι θαύμα να παρατηρείς όλα αυτά τα μικρά ανθρωπάκια να σχολιάζουν τα αστεία της ταινίας, να παίρνουν μέρος υπέρ του ενός ή του άλλου χαρακτήρα , να γελάνε ή να τρομάζουν στις σκηνές με τους λύκους (‘’εγώ δεν τρόμαξα καθόλου’’ ήταν η απάντηση ενός πιτσιρικά προς την πιο μικρή του αδερφή όταν εκείνη ομολόγησε με όλη της την παιδική αθωότητα ότι οι λύκοι τη φόβισαν).
Ο, τι πρέπει για την σαββατιάτικη (ή και κυριακάτικη ή και καθημερινή-εδώ θα τα χαλάσουμε;) οικογενειακή έξοδο είναι αυτή η ταινία που φτιάχτηκε με όλα εκείνα τα μαγευτικά υλικά των ντισνεϊκών στούντιο. Την τελική κρίση οπωσδήποτε θα έχουν οι λιλιπούτειοι θεατές τιμώντας ή όχι με την προτίμησή τους (τώρα αλλά κυρίως αργότερα με τη συχνότητα επαναπροβολής στο DVD) αυτή την καινούρια, ‘’ζωντανή’’ εκδοχή του μουσικού παραμυθιού.