Στην Ελλάδα περνάμε το μεγαλύτερο μέρος των σχολικών μας χρόνων μαθαίνοντας τη νεοελληνική, την αγγλική και σε ένα μικρότερο βαθμό την γαλλική, γερμανική ή άλλες γλώσσες. Γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η καταλληλότερη περίοδος για τη γρήγορη εκμάθηση μιας γλώσσας είναι μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων. Αληθεύει;
Θα πάρω ένα προσωπικό παράδειγμα. Μιλάω και γράφω σε έξι γλώσσες. Η ελληνική και η αγγλική είναι οι μητρικές μου γλώσσες, στο Γυμνάσιο έμαθα τη γερμανική και γαλλική και στο Πανεπιστήμιο σπούδασα την εβραϊκή γλώσσα για τρία χρόνια. Αυτή την περίοδο μαθαίνω τη σουηδική γλώσσα. Υπάρχει διαφορά στο χρόνο που χρειάστηκα για να μάθω αυτές τις γλώσσες; Φυσικά και υπάρχει, διότι οι παράγοντες είναι διαφορετικοί. Έμαθα την ελληνική και αγγλική γλώσσα από πολύ μικρή σε ένα περιβάλλον όπου ομιλούνταν καθημερινά από φυσικούς ομιλητές, οπότε εδώ έπαιξε ρόλο η πολύ νεαρή μου ηλικία και το περιβάλλον. Μια από τις δυσκολίες της διγλωσσίας ήταν ότι μερικές φορές χρησιμοποιούσα λέξεις ή γραμματικούς κανόνες της αγγλικής όταν μιλούσα την ελληνική, ή το αντίστροφο.
Αυτό, όμως, θεωρείται φυσιολογικό στάδιο στην ανάπτυξη του λόγου και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει σαφήνεια και σταθερότητα όσον αφορά στη χρήση των δυο γλωσσών. Για παράδειγμα, ο κάθε γονέας πρέπει να ομιλεί μόνο τη μητρική του γλώσσα και να μην γίνεται μείξη λεξιλογίου ή γραμματικών κανόνων, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση στο παιδί. Ένα από τα θετικά στοιχεία, όπως υποστηρίζουν ερευνητές, είναι ότι η ύπαρξη διγλωσσίας ή πολυγλωσσίας από την παιδική ηλικία καθυστερεί την εμφάνιση συμπτωμάτων της νόσου Αλτσχάιμερ.. Όσον αφορά στη γερμανική, γαλλική και εβραϊκή γλώσσα, τις έμαθα πολύ αργότερα σε ένα περιβάλλον όπου πρέσβευε η ελληνική, οπότε η ηλικία μου και το περιβάλλον δε βοήθησαν αρκετά για να έχω το ίδιο επίπεδο γνώσης με την ελληνική και την αγγλική.
Τέλος, μαθαίνω τη σουηδική γλώσσα σε ένα περιβάλλον όπου ομιλείται από φυσικούς ομιλητές και είναι η κύρια γλώσσα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ιδιαίτερη, διότι η ηλικία μου δε βοηθάει στη γρήγορη εκμάθηση της γλώσσας, αλλά βρίσκομαι σε μια χώρα όπου για να επιβιώσω πρέπει να γνωρίζω τη γλώσσα, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακούω και βλέπω λέξεις καθημερινά, γίνεται πιο γρήγορη και πιο εύκολη η εκμάθησή της σε σύγκριση με την εκμάθηση της γερμανικής, γαλλικής και εβραϊκής. Ειδικά οι πρώτοι μήνες που πέρασα στην Σουηδία ήταν δύσκολοι, γιατί στην αγορά και στα καταστήματα οι υπάλληλοι μιλούσαν την αγγλική από ελάχιστα έως καθόλου, οι ετικέτες των προϊόντων ήταν γραμμένες στη σουηδική, και διάφορα σημαντικά έγγραφα μου αποστέλλονταν στη σουηδική γλώσσα.
Στις δημόσιες υπηρεσίες, τις περισσότερες φορές, οι υπάλληλοι καταλάβαιναν και μιλούσαν καλά την αγγλική και ήταν αρκετά εξυπηρετικοί. Λίγο αργότερα, ένα λεξικό τσέπης έγινε ο φύλακας άγγελός μου. Έπειτα ακολούθησαν βιβλία εκμάθησης της γλώσσας και παρακολούθηση μαθημάτων. Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος παράγοντας αρκετά σημαντικός που συμβάλει στο χρόνο εκμάθησης μιας γλώσσας. Είναι η εμπειρία στην εκμάθηση γλωσσών. Για παράδειγμα, όταν κάποιος γνωρίζει ήδη 3-4 γλώσσες, τότε γνωρίζει ποια είναι τα βήματα που χρειάζεται να ακολουθήσει για να μάθει μια ακόμη γλώσσα, π.χ. ποιές λέξεις χρειάζεται να γνωρίζει πρώτα για να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα, τί μπορεί να μάθει πιο γρήγορα και ποιές είναι οι αδυναμίες του (λεξιλόγιο, γραμματική, σύνταξη). Γνωρίζω ανθρώπους που χρειάστηκαν από 2-3 μήνες για να μάθουν τα πολύ βασικά μιας γλώσσας ώστε να κάνουν μια απλή καθημερινή συζήτηση ή να ψωνίσουν στην αγορά, έως 2-3 χρόνια για να γράφουν εκθέσεις και να μιλάνε για διάφορα θέματα όπως πολιτική, οικονομία και άλλα. Γνωρίζω περιπτώσεις ανθρώπων των οποίων η μητρική είναι η αγγλική, και από τη μια μεριά κάποιοι δεν προσπάθησαν να μάθουν τη γλώσσα της χώρας στην οποία βρίσκονται και χρησιμοποιούν μόνο την αγγλική, ενώ άλλοι είχαν τη θέληση και την υπομονή να μάθουν την τοπική γλώσσα και μάλιστα να ομιλούν και να γράφουν σε αυτή πάρα πολύ καλά.
Επομένως, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος που χρειάζεται για να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα κυμαίνεται από περίπου 3 μήνες έως περίπου 2 χρόνια, αναλόγως το περιβάλλον στο οποίο είναι εκτεθειμένος, πόσο συστηματικά μελετά, την εμπειρία που έχει στην εκμάθηση γλωσσών και, φυσικά, τη θέληση για να τη μάθει.
Η Σέβη Λουΐζου σπούδασε Γλωσσολογία της Νοτιοανατολικής Μεσογείου στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Υπολογιστική Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία. Μιλάει 6 γλώσσες.