Και το όνομα αυτής Μαργκερίτ. Αυτή είναι η κεντρική και ομώνυμη με τον τίτλο της ταινίας του Ξαβιέ Τζιανολί ηρωίδα. Πρόκειται για ένα φιλμ που βασίζεται χαλαρά στην ιστορία της Αμερικανίδας Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς που θεωρείται η πιο παράφωνη σοπράνο στην ιστορία της Όπερας. Ο Τζιανολί αρπάζει την ευκαιρία να μιλήσει με ειλικρίνεια για το ζήτημα της αυτογνωσίας αλλά και της κοινωνικής υποκρισίας προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό στοιχείο. Αν ήταν καθαρόαιμη κωμωδία, θα μιλάγαμε για ένα αριστούργημα.
Η Μαργκερίτ Ντιμόν είναι μια πλούσια κυρία που ζει λίγο έξω από το Παρίσι και λατρεύει την Όπερα. Όσο μεγάλο όμως είναι το πάθος της γι’ αυτό το μουσικό είδος, τόσο μικρό είναι το ταλέντο της κατά την εκτέλεση αυτών των συνθέσεων. Γι’ αυτό το λόγο οι γνωστοί της στη μουσική λέσχη δεν βλέπουν την ώρα σε κάθε συνάντηση να τραγουδήσει ώστε να την περιγελάσουν. Σε μια τέτοια μουσική συνάντηση στο σπίτι της Μαργκερίτ, ένας νεαρός δημοσιογράφος για να βρεθεί στο επίκεντρο θα της γράψει ένα διθυραμβικό άρθρο. Από εκεί και έπειτα ακολουθεί μια πορεία προς την τρέλα για τη Μαργκερίτ η οποία δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το πόσο παράφωνη είναι και θα ζητήσει σύντομα να πραγματοποιήσει το πρώτο της κανονικό ρεσιτάλ μπροστά σε κοινό.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας γίνεται κατανοητό ότι ο Ξαβιέ Τζιανολί προσπαθεί να κάνει ένα σχόλιο πάνω στην υποκρισία της αστικής τάξης της δεκαετίας του ’20 και όχι μόνο. Διότι στην ουσία η πρωταγωνίστρια δεν τρελαίνεται μονάχα από το δικό της ζήλο να εμφανιστεί στη σκηνή αλλά και από τον περίγυρό της που αρνείται να της αποκαλύψει την αλήθεια. Από τον σοφέρ της μέχρι τους δημοσιογράφους και από τον πληρωμένο καθηγητή της φωνητικής και ξεπεσμένο σταρ της Όπερας μέχρι τον ίδιο της τον άντρα που αν και ντρέπεται για την όλη κατάσταση αδιαφορεί για τη γυναίκα του και την απατά. Εδώ στέκεται αρκετά το φιλμ δικαιολογώντας τη Μαργκερίτ που αποζητά την προσοχή του άντρα της και γι’ αυτό το έχει ανάγκη να πετύχει σε κάτι. Φυσικά και όταν ανεβαίνει πάνω στη σκηνή, η αλήθεια αποκαλύπτεται και σοκάρεται μέχρι παράνοιας.
Ο τόνος της ταινίας είναι αρκετά εύθυμος και γι’ αυτό είναι εύκολο να καταλάβει κανείς το πού το πάει ο σκηνοθέτης. Η ειρωνεία του είναι λεπτή και στρέφεται κατά πάντων. Ξεκινά από την ίδια τη διασαλευμένη προσωπικότητα της Μαργκερίτ και φτάνει μέχρι τους πλούσιους θαμώνες των μουσικών λεσχών που πίσω από τη μάσκα την περιγελούν. Βέβαια, στα τελευταία 20 λεπτά οι τόνοι γίνονται ακόμα πιο μελαγχολικοί και δραματικοί.
Αν και σε σκηνοθετικό επίπεδο δεν μπορούμε να μιλάμε για κάτι ξεχωριστό, έχει γίνει άψογη δουλειά στην ανασύσταση της εποχής (από αντικείμενα και σπίτια μέχρι ρούχα, μουσικές σκηνές και αυτοκίνητα). Όμως, το πιο μεγάλο ατού της ταινίας είναι οι ερμηνείες της. Γίνεται σπαρακτική σε πολλά σημεία η Κατρίν Φρο στον κεντρικό ρόλο ενώ ο Μισέλ Φάου που υποδύεται τον ομοφυλόφιλο καθηγητή φωνητικής μας εκπλήσσει σαν αρτίστας με την κινησιολογία του.
Οι φίλοι του γαλλικού κινηματογράφου θα εκτιμήσουν την διακριτικότητα με την οποία σχολιάζει τα γεγονότα ο Τζιανολί ενώ παράλληλα θα απολαύσουν σχεδόν όλους τους ηθοποιούς που απαρτίζουν το καστ αυτού του φιλμ. Όσο για τις μουσικές εκτελέσεις, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε απόλαυση αφού έχουμε να κάνουμε με την ιστορία τις πιο παράφωνης σοπράνο.
Αν θέλετε να ακούσετε την πραγματική Φλορενς Φόστερ Τζένκινς εν δράσει, δείτε το βίντεο που ακολουθεί: