‘’Καταπληκτικές γυναίκες’’, έξοχη Ανέτ Μπένινγκ, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Άλλη μια οσκαρική περίοδος έφτασε στο τέλος της, χωρίς όμως να λείψει και το ευτράπελο των Γουόρεν Μπίτι και Φαίη Νταναγουέι που ανέβασαν στη σκηνή την ομάδα του ‘’La La Land’’ τη στιγμή που τα μέλη της Ακαδημίας είχαν κρίνει μεγάλο νικητή το ‘’Moonlight’’. Κι όπως ήταν και το αναμενόμενο, το συμβάν αυτό έδωσε τροφή μπόλικη στον κίτρινο τύπο και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

’Καταπληκτικές γυναίκες’’

Δική μας δουλειά βέβαια είναι να μιλάμε για τα ίδια τα έργα που βγαίνουν κάθε βδομάδα στις αίθουσες. Για αυτή τη βδομάδα θα μας απασχολήσει ένα άλλο μέλος της οικογένειας του Γουόρεν Μπίτι και πιο συγκεκριμένα η σύζυγός του Ανέτ Μπένινγκ που είναι μια από τις πρωταγωνίστριες του φιλμ ‘’Καταπληκτικές γυναίκες’’ (πιο ωραίος βέβαια είναι ο πρωτότυπος τίτλος, ‘’20th Century Women). Η ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Μάικ Μίλς ήταν υποψήφια φέτος για το βραβείο Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και σίγουρα το μεγάλο αουτσάιντερ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η ιστορία που μας μεταφέρει στη Σάντα Μπάρμπαρα του 1979 δεν παρουσιάζει κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Κι όχι μόνο έχει κινηματογραφικό ενδιαφέρον ως προς τον τρόπο της σεναριακής γραφής αλλά αποσπά και πολύ καλές ερμηνείες από τις Μπένινγκ, Ελ Φάνινγκ, Γκρέτα Γκέργουικ και κυρίως από την πρώτη.

Η Ντοροθέα Φίλντς είναι μια 55άχρονη γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της το γιο της σε μια εποχή όπου οι νέοι βιώνουν την περίφημη σεξουαλική απελευθέρωση και η ίδια αδυνατεί να κατανοήσει τον κόσμο που έρχεται, τις μουσικές που ακούν οι νέοι και κυρίως το γιο της που πασχίζει κι αυτός να ανδρωθεί. Μπορεί να αδυνατεί αρχικά να κατανοήσει το καινούριο αυτό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αλλά καθώς νοιάζεται για το γιο της όσο τίποτε στον κόσμο, προτείνει στις δυο φίλες του, την εναλλακτική καλλιτέχνη Άμπι και την προχωρημένη Τζούλι να τον έχουν από κοντά. Κι έτσι ο Τζέιμι-παιγμένος από το Lucas Jade Zumann- θα αρχίσει να ψάχνεται σε διαβάσματα, μουσικές, συζητήσεις για το σεξ, θα γνωριστεί με το φεμινισμό και στο τέλος του ταξιδιού θα είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ τον νοιάζεται η μητέρα του.

Τι είναι αυτό που έκανε το σενάριο να ξεχωρίσει ώστε να χωρέσει στην πεντάδα της Αμερικανικής Ακαδημίας κινηματογράφου; Το θέμα του δεν είναι ασυνήθιστο, αλλά σίγουρα είναι ξεχωριστός ο τρόπος που το αποδίδει ο Μάικ Μιλς, με μια μεγάλη ελευθερία ως προς το πού τοποθετεί τις αναδρομικές του αφηγήσεις, τη χρήση πρωτογενών πηγών (επίκαιρων, εικόνων, τηλεοπτικών ομιλιών) και τελικώς την εναλλαγή στους κύριους αφηγητές, τη μητέρα και το γιο της,  που διακριτικά μέσα από αυτή εντοπίζονται οι διαφορές που οδηγούν σε αυτό το χάσμα των γενεών. Και τελικά όλο αυτό καταλήγει σε ένα φινάλε που κάτι έχει να πει, δεν μας αφήνει σκορπισμένους στους πέντε ανέμους.

 Το περίφημο χάσμα γενεών μας δίνεται να το καταλάβουμε και μέσω των μουσικών επιλογών, από Λούις Άρμστρονγκ και Ντιουκ Έλινγκτον (κόσμος της μητέρας) μέχρι τους Black Flag και Talking heads που είναι οι μουσικές των παιδιών της εποχής αλλά πόσο γλυκιά σκηνή όταν η Μπένινγκ προσπαθεί να μπει στο ρυθμό αυτής της καινούριας μουσικής. Αν μας άρεσαν αυτές οι μουσικές επιλογές που φτάνουν κάποτε ως το ‘’As time goes by’’ της ‘’Καζαμπλάνκα’’, δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για την πρωτότυπη μουσική του Ρότζερ Νιλ και τον τρόπο που αυτή συνοδεύει αρκετές σκηνές που τους προσδίδει εν τέλει κάτι βιντεοκλιπίστικο, παρά αφήνει την ίδια την τέχνη της υποκριτικής να μας παρασύρει.

Πλάι στην Ανέτ Μπένινγκ που με τρόπο δωρικό όσο και δοτικό μας βγάζει αυτό το νοιάξιμο που στο τελευταίο μέρος του φιλμ μας συγκινεί κιόλας, βλέπουμε κι άλλες δυο-νεώτερες ηθοποιούς : την Ελ Φάνινγκ και τη Γκρέτα Γκέργουικ. Δεν ήταν δύσκολο για την πρώτη να εκφράσει αυτή την πρωτόγονη  σεξουαλικότητα και τις αντιφάσεις που ούτως ή άλλως έχει ένα κορίτσι της ηλικίας της ενώ η Γκέργουικ καταφέρνει να πετύχει τις σωστές δόσεις σε ένα ρόλο που έχει μέσα του και ψήγματα τραγικού (λόγω μιας ασθένειας της ηρωίδας της). Υπάρχουν πολλές καλές στιγμές και για τις τρεις-δίχως να υπάρχει αυτό που λέμε μεγάλη σκηνή-όσο και για τους δυο αντρικούς ρόλους, του Zumann που καταφέρνει να πείσει ως παιδάκι που είναι στα ξυπνήματά του και του Μπίλι Κράνταπ  που δίχως υπερβολές στα εκφραστικά μέσα (εφόσον έτσι έχει γραφτεί κι ο ρόλος) υποδύεται έναν εκπρόσωπο της εργατικής τάξης.

Ας επιτραπεί μια μικρή παρένθεση λίγο πριν το κλείσιμο ώστε ο γράφων να διατυπώσει ότι κατά τους τελευταίους έξι μήνες που μελετά υποψήφιες και νικήτριες ταινίες σε κατηγορίες των Όσκαρ διάφορων ετών έχει διδαχτεί το πόσο σημαντικά είναι τα μέρη που απαρτίζουν το όλον ενός κινηματογραφικού έργου. Κάπως έτσι  παρατηρεί και την πολύ προσεγμένη δουλειά που έχει γίνει στις ‘’Καταπληκτικές γυναίκες’’ από άποψη σκηνογραφίας (μέρος των κινηματογραφικών έργων κι αυτό και μεγάλη τέχνη) και χρωμάτων που έχουν συνδυαστεί για να αποδώσουν τους χώρους του σπιτιού της ιστορίας αλλά πρωτίστως της κουζίνας όπου ανάλογα με το πλάνο κυριαρχεί το πράσινο ή το κίτρινο χρώμα. Και μάλιστα ακόμα και τα τσιγάρα που έχουν επιλέξει να καπνίζει η ηρωίδα της Μπένινγκ είναι τα πράσινα ‘’Salem’’ που το πακέτο τους ‘’κολλάει ‘’ με το ντεκόρ που περιγράψαμε πιο πάνω.

Χωρίς να αποτελεί μια μεγάλη ταινία, το ‘’20th Century Women’’ θα εξάψει την περιέργεια πρωτίστως των γυναικών, έπειτα όσων τους ελκύει να δουν μια ταινία τα γεγονότα της οποίας λαμβάνουν χώρα σε μια Αμερική που λίγο αργότερα θα βρεθεί να βουλιάζει στο συντηρητισμό του Ρήγκαν καθώς και εκείνων που θα ήθελαν για άλλη μια φορά να θαυμάσουν την Ανέτ Μπένινγκ στη μεγάλη οθόνη.

 

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα