Ο λόγος σήμερον για την πιο πρόσφατη ταινία του Ιταλού Πάολο Βίρτζι με τίτλο ‘’Η τρελή χαρά’’. Το ‘’La piazza gioia’’ προβλήθηκε στο προηγούμενο φεστιβάλ των Καννών στο πλαίσιο του τμήματος Directors Fortnight, προκαλεί θετική εντύπωση όπου κι αν προβάλλεται και επιπλέον η μια πρωταγωνίστρια, Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι είναι υποψήφια στην κατηγορία της καλύτερης γυναικείας ερμηνείας των βραβείων της Ευρωπαϊκής ακαδημίας κινηματογράφου.
Αν και ο γράφων δεν έχει δει παρά μόνο μια ακόμη ταινία του σκηνοθέτη, το ‘’La prima cosa bella’’, δηλώνει γοητευμένος από το πώς ο Βίρτζι συνδυάζει το κωμικό με το δραματικό στοιχείο (ανέκαθεν το ιταλικό σινεμά μπορούσε να αναμειγνύει αυτά τα δύο) αλλά και τον τρόπο που κορυφώνει δραματουργικά τα έργα του.
Στην ‘’Τρελή χαρά’’ έχουμε δυο γενναιόδωρες γυναικείες ερμηνείες από τις Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι και Μικαέλα Ραματσότι. Υποδύονται δυο γυναίκες που βρίσκονται σε ψυχιατρική κλινική. Η μεν Μπεατρίς είναι μια μυθομανής μεγαλοαστή που εγκατέλειψε το σύζυγό της για να ζήσει τον (αποτυχημένο τελικά) έρωτα με έναν φυλακόβιο ενώ η Ντονατέλα είναι μια νεαρή μητέρα που λόγω βαριάς κατάθλιψης έχασε την κηδεμονία του παιδιού της που τώρα βρίσκεται υιοθετημένο. Η πολυλογού Μπεατρίς θα εντοπίσει τη νεοφερμένη και ακοινώνητη Ντονατέλα και θα την βομβαρδίσει κυριολεκτικά με προσοχή και αγάπη. Τα πράγματα θα πάρουν μια περιπετειώδη τροπή όταν οι δυο τους θα το σκάσουν από το ψυχιατρείο προκειμένου να επιστρέψουν για λίγο στο παρελθόν τους.
Πρόκειται για μια ταινία που σε κρατάει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στους καλογραμμένους διαλόγους του σεναρίου και σίγουρα στις δυο πρωταγωνίστριες, τα μαγευτικά τοπία της Τοσκάνης, τις ενδυματολογικές επιλογές και το μακιγιάζ. Ο Πάολο Βίρτζι συνεργάστηκε στο σενάριο με την Φραντσέσκα Αρκιμπούτζι και πραγματικά από την εισαγωγική κιόλας σκηνή και τον τρόπο που γνωριζόμαστε με την ηρωίδα της Τεντέσκι καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε περιβάλλον ψυχιατρικού ιδρύματος. Και όπως στη μια ηρωίδα, έτσι και στην περίπτωση της Ραματσότι και μόνο από την πρώτη επαφή που έχει ο θεατής με την ακαλαίσθητη εξωτερική περιβολή της καταλαβαίνει ότι έχει να κάνει με άτομο που πάσχει από βαριά κατάθλιψη. Γι’ αυτό και υπογραμμίστηκαν πιο πάνω οι ενδυματολογικές επιλογές και η εξίσου καλή δουλειά που έχει γίνει στο μακιγιάζ, διότι είναι κι αυτοί οι τομείς (όπως και τα σκηνικά) που αναλαμβάνουν να μας εισάγουν στην ατμόσφαιρα μιας ταινίας και των ηρώων της. Μια μικρή παρένθεση. Η Ραματσότι είναι στην πραγματικότητα μια καλλονή. Όποιος δει και το ‘’La prima cosa bella’’, θα καταλάβει. Παρόλα αυτά δεν διστάζει να βάλει στην άκρη την εικόνα της ιταλίδας Θεάς και να υποδυθεί αυτό το ρόλο ο οποίος διαθέτει και την κορύφωσή του στα τελευταία λεπτά της ταινίας.
Δεν είναι όμως μονάχα αυτοί οι δυο ρόλοι. Έχουμε να κάνουμε με ένα πολυπρόσωπο σενάριο που φτιάχνει στέρεους χαρακτήρες μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, είτε έχουμε να κάνουμε με γιατρούς της κλινικής, είτε με πρώην συζύγους είτε ακόμα με έναν ταξιτζή. Η πλοκή εκτυλίσσεται εκτός από το περιβάλλον του ιδρύματος, σε βίλες, εστιατόρια, μπαρ, τράπεζες, νοσοκομεία, στην παραλία Viareggio της Τοσκάνης κι έτσι αποκτάμε μια πιο σφαιρική οπτική, μπαίνουμε έστω και υπό την οπτική των κανόνων της δραματουργίας στoυς ρυθμούς της σύγχρονης Ιταλίας. Την ίδια στιγμή, οι κινηματογραφικές αναφορές σε φιλμ σαν το ‘’Θέλμα και Λουίζ’’ κρίνονται ως εμπνευσμένες.
Μια δραματική κωμωδία που σέβεται τις ηρωίδες της, δυο πρωταγωνιστικές ερμηνείες που αξίζουν οπωσδήποτε την προσοχή μας και ένα φινάλε υπό τη συνοδεία ενός ρετρό ιταλικού τραγουδιού που χαράσσεται κατευθείαν στη μνήμη.