Δεύτερη συνεχής χρονιά για την επιτυχημένη παράσταση της Μιμής Ντενίση “Σμύρνη μου αγαπημένη” που ακούγεται ότι σύντομα θα μεταφερθεί και στη μικρή (ή μεγάλη) οθόνη και θα αποκτήσει έως και σίκουελ! Πρώτη φορά όμως για μένα, το περασμένο σαββατοκύριακο, που είδα στο θέατρο τη διάσημη ηθοποιό που έχει αγαπηθεί από χιλιάδες θεατές αλλά έχει γίνει επίσης πολλές φορές και στόχος της σάτιρας. Ήθελα, λοιπόν, σαν γνωστό ανήσυχο πνεύμα να σχηματίσω κι εγώ τη δική μου άποψη γύρω από το πρόσωπό της.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η Μιμή Ντενίση καταπιάνεται με το είδος του ιστορικού μελοδράματος. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται τόσο τη “Θεοδώρα” όσο και το “Εγώ η Λασκαρίνα”, παραστάσεις που έκοψαν επίσης πολλά εισιτήρια. Με το καινούριο της έργο επιχειρεί μέσα σε τρεις ώρες να μας μεταφέρει στη ζωή μιας αστικής οικογένειας της Σμύρνης που γνώρισε την δόξα της πόλης αλλά και έπειτα τις αγωνίες, την Καταστροφή και τελικά το ξεριζωμό.
Πρόκειται για μια από τις λίγες απόπειρες να μεταφερθεί σε όλη του την έκταση και με τέτοια παραγωγή το δράμα αυτών των ανθρώπων στο σανίδι του θεάτρου. Όπως έχει τονίσει και η ίδια η Ντενίση “Η παράσταση δεν προσπαθεί να πάρει θέση, ούτε να παίξει ρόλο ιστορικού αναλυτή. Προσπαθεί να δώσει μια εικόνα από τη ζωή της Σμύρνης, τις σχέσεις των ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και τις διαφορετικές απόψεις που προκάλεσαν το θάνατο της πόλης”.
Το θεατρικό της έργο καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκειά του αφού η μια σκηνή διαδέχεται γρήγορα την άλλη, τα σκηνικά και τα εφέ με τα οποία αποδίδονται οι φλόγες που κατάπιαν τη Σμύρνη σε αφήνουν άφωνο (αν και καμιά φορά ειδικά στο πρώτο μέρος το μάτι σου χάνεται, δεν ξέρει που να κοιτάξει πάνω στη σκηνή) ενώ υπάρχει και η πάντα ευπρόσδεκτη σύμπραξη της ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑΣ με τον Αντρέα Κατσιγιάννη να έχει γράψει την πρωτότυπη μουσική της παράστασης και τον Μπάμπη Τσέρτο να ερμηνεύει ζωντανά μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια που μας ήρθαν από τα παράλια της Ιωνίας.
Η Μιμή Ντενίση ανεβαίνει στη σκηνή με την αυτοπεποίθηση της φτασμένης ηθοποιού αλλά και της συγγραφέως που γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά το κείμενό της. Για να μην αναλωθώ σε περαιτέρω παραθέσεις ονομάτων των πολλών συντελεστών της παράστασης, θα σχολιάσω εκείνους που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση. Μπορεί το ιστορικό μελόδραμα που υπηρετεί η δημιουργός να γεννά και πολλά γρήγορα γυρίσματα της πλοκής που είναι εύκολος στόχος για σάτιρα, όμως μπορώ να πω ότι μου άρεσε ο τρόπος που είδαμε την κεντρική ερωτική ιστορία του έργου, ανάμεσα στον αστό νεαρό που υποδύεται ο Δημήτρης Μακαλιάς και την υπηρέτρια του σπιτιού με τη μορφή της Κατερίνας Γερονικολού. Φάνηκε η χημεία των δυο νεαρών πρωταγωνιστών. Ακόμα, έχουμε και τον Κώστα Βουτσά ο οποίος καταχειροκροτείται για το γεγονός ότι δεν το βάζει κάτω, ανεβαίνει στη σκηνή παρά τα χρόνια του και θέλει να σε παρασύρει μαζί του, να σε κάνει να γελάσεις αλλά και να κλάψεις στην τελευταία σκηνή του. Και τα καταφέρνει.
Εν κατακλείδι, πέρα από το αν αρέσει σε κάποιον ή όχι η ματιά της Μιμής Ντενίση, πιστεύω ότι στην εποχή που διανύουμε είναι σημαντικό να ακούγονται ξανά και ξανά ιστορίες σαν αυτές των μικρασιατών προσφύγων οι οποίοι αν και αρχικά αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία ως και εχθρότητα από τους ντόπιους (τουρκόσπορους τους έλεγαν ή παστρικές τις γυναίκες τους) κατάφεραν να δουν προκοπή εδώ και να συνεισφέρουν με τον τρόπο ζωής, τα τραγούδια και τις γεύσεις τους.