Βρισκόμαστε μετά το τριήμερο του Πάσχα, εδώ και μερικές εβδομάδες τα πράγματα είναι ανησυχητικά ως προς τα εισιτήρια που κόβονται στις ελληνικές αίθουσες και όλοι αναρωτιόμαστε πού θα φθάσει η κατρακύλα- με το καλοκαίρι να είναι κιόλας προ των πυλών και με τα ταμεία να ψυχανεμιζόμαστε ότι μια ανάσα θα πάρουν αυστηρώς και μόνο από ταινίες όπως το επερχόμενο Avengers.
Κι όμως, όλο και βγαίνουν πραγματικά ενδιαφέρουσες ταινίες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για αυτή την εβδομάδα είναι το δικαστικό δράμα από το Λίβανο με την υπογραφή του Ζιάντ Ντουεϊρί, Η προσβολή. Είναι και η ταινία που εκπροσώπησε τη χώρα φέτος- για πρώτη φορά στην ιστορία της- στην πεντάδα για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Ας μιλήσουμε λίγο για τον μύθο της ταινίας όπου κάτω από το δικαστικό δράμα και τις προσωπικές διαφορές των δύο ηρώων κρύβονται σκληρές αλήθειες για τα τραύματα που άφησε η πρόσφατη ιστορία της χώρας επάνω στους ήρωες (περνώντας έτσι πλέον στο είδος του πολιτικού δράματος)- έτσι αιτιολογούνται οι περισσότερες συμπεριφορές και διαξιφισμοί τους. Από τη μία ένας χριστιανός Λιβανέζος και από την άλλη ένας παλαιστίνιος πρόσφυγας. Φανατισμένοι και οι δύο. Ο χριστιανός ακόμη και μέσα στο συνεργείο αυτοκινήτων που έχει ακούει τους λόγους μίσους του χριστιανικού κόμματος.
Ποια η αιτία της δικαστικής διαμάχης τους; Ο παλαιστίνιος εργοδηγός επιδιορθώνει μια παρανομία στην υδρορροή του χριστιανού και όταν αυτός την τσακίζει, τότε ο εργοδηγός θα του πει κάτι που θα τον προσβάλλει. Έπειτα από αρκετές διαπραγματεύσεις και κάποιους πολύ καλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες που γνωρίζουμε (βλέπε ο ανώτερος του παλαιστίνιου στη δουλειά) η υπόθεση καταλήγει στο δικαστήριο.
Παρότι δεν είναι από εκείνες τις ταινίες που θα τις ονομάζαμε μεγάλες (με την έννοια της σπουδαιότητας), εντούτοις Η προσβολή διαπραγματεύεται ζητήματα καθολικά όπως ο θρησκευτικός φανατισμός και οι πληγές που αφήνουν πίσω τους οι Εμφύλιοι Πόλεμοι. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας είναι ότι οδηγεί το θεατή στον πυρήνα της σταδιακά με τα ξαφνιάσματα (αυτά που λέμε plot twists) να είναι συχνά. Πέραν του ότι κατά αυτό τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στους νεότερους των θεατών να ανατρέξουν ΜΕΤΆ το πέρας της προβολής και να ενημερωθούν περαιτέρω περί του τι εστί παλαιστινιακό ζήτημα, ποιος ήταν ο Αριέλ Σαρόν και ούτω καθεξής (διότι εδώ είναι σινεμά και όχι διπλωματική εργασία στην ιστορία), έρχονται επίσης σε μια επαφή με το σινεμά του Λιβάνου (είδαμε φέτος άλλη μια δυνατή ταινία από εκεί, το Foxtrot) και- το βασικότερο- με μερικές πολύ δυνατές ερμηνείες.
Διότι ναι μεν στις σκηνές στο δικαστήριο αισθάνεσαι ότι η κάμερα θα μπορούσε να είναι κάπως πιο νευρώδης, η δε μουσική να μην είναι τόσο εμπνευσμένη πια ώστε να κατευθύνει συναισθήματα αλλά όλο το ζουμί σε αυτή την ταινία κρύβεται στο μύθο της και πώς τον ερμηνεύουν οι ηθοποιοί- από το λόγο και το πώς εκφέρεται, από τα βλέμματα ακόμη, ναι, προκύπτουν συναισθήματα. Το χριστιανό υποδύεται ο Αντέλ Καράμ που καταφέρνει να μας δείξει τόσο το σκληρό πρόσωπο του χαρακτήρα του, τα συμπλέγματά του, τα τραύματά του και εν τέλει κάποια σημάδια αλλαγής στην τελευταία πράξη της ταινίας (η σκηνή με το χαλασμένο αυτοκίνητο ή το τελευταίο βλέμμα του). Από την άλλη είναι ο Καμέλ Ελ Μπασά που στο προηγούμενο φεστιβάλ Βενετίας τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ανδρικής ερμηνείας. Εδώ έχουμε μια απίστευτη λιτότητα στα εκφραστικά μέσα, ακόμη και στις σκηνές του θυμού, σαν να κουβαλάει αυτός ο μαγκωμένος άνθρωπος επάνω του όλη την πίκρα και τα βιώματα της προσφυγιάς. Είναι δυο- τρία γκρο πλαν που του κάνει ο Ντουεϊρί (ειδικότερα στο πρώτο μέρος που σου εντυπώνονται αμέσως στη μνήμη).
Υπάρχουν, όμως, και γυναικείοι ρόλοι στο φιλμ που εξετάζουμε. Θα θέλαμε να επισημάνουμε τη Ρίτα Χάγιεκ σαν γυναίκα του χριστιανού- ρόλος που έχει στοιχεία τραγικά, ξεκινάει από την συζυγική τρυφερότητα ενώ κάποια στιγμή θα αμφισβητήσει το σύζυγό της- διότι όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα τότε το κέντρο βάρους της μετατοπίζεται. Ίσως, από την άλλη, για τη γυναίκα του παλαιστίνιου (Κριστίν Τσουεϊρί) να χρειάζονταν μια-δυο σκηνές παραπάνω για να έπαιζαν οι δύο γυναίκες κατά αυτόν τον τρόπο επί ίσοις όροις. Τρίτο θηλυκό του έργου που χρίζει επισήμανσης είναι η Ντιαμάντ Μπου Αμπούντ στο ρόλο της δικηγόρου του παλαιστίνιου. Από τους πιο αβανταδόρικους ρόλους της ταινίας (ιδιαίτερα στη σχέση της με τον συνήγορο του χριστιανού κρύβεται ένα από τα μεγαλύτερα Ααα! που θα αναφωνήσετε κατά η διάρκεια της προβολής), μπορεί να υποστηρίξει και με το αυστηρό παρουσιαστικό της αυτό το δυναμικό ρόλο.
Από τις ταινίες που μπορεί να μη θυμάσαι έντονα μετά από κάποια χρόνια αλλά παρόλα αυτά καταφέρνουν κάτι ουσιαστικό: να περάσουν μέσω της δραματουργίας από την προσωπική σύγκρουση των ηρώων σε ζητήματα, πληγές και κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας- εν προκειμένω του Λιβάνου.