Είναι από τις ταινίες που περιμένεις με μεγάλη προσμονή. Έχεις ακούσει για την ερμηνεία του θηρίου που ακούει στο όνομα Γκάρι Όλντμαν και για τα επιτεύγματα του Τζο Ράιτ στη σκηνοθεσία. Και, ευτυχώς, βλέποντας την ταινία οι προσδοκίες σου δεν διαψεύδονται ούτε στο ελάχιστο. Το Darkest Hour -που ξεκινά με την ανάληψη της διακυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ – είναι πράγματι μια μεγάλη ταινία και η ερμηνεία του Όλντμαν ένα μάθημα υποκριτικής για την κινηματογραφική προσέγγιση μεγάλων προσωπικοτήτων.
Εν αρχή είναι ο λόγος. Το σενάριο του Άντονι ΜακΚάρτεν- με δύο οσκαρικές υποψηφιότητες το 2015 (διασκευασμένου σεναρίου και ταινίας) για τη Θεωρία των πάντων. Εδώ έχουμε πρωτότυπο σενάριο και φαίνεται ότι ο ΜακΚάρτεν είναι περισσότερο υποψιασμένος από την προηγούμενη φορά για το πώς αυτό θα μεταφραστεί σε κινηματογραφικές εικόνες από το σκηνοθέτη. Γι’ αυτό και γράφει μια εξαιρετικά ατμοσφαιρική πρώτη σκηνή για τον Τσόρτσιλ του Γκάρι Όλντμαν που δεν εμφανίζεται με το καλημέρα σας στην οθόνη αλλά αφού έχουμε καταλάβει το τι επικρατεί στη Βουλή (αποτελούμενη από αυτή των Λόρδων και των Κοινοτήτων) αλλά και στο Παλάτι μετά την απομάκρυνση του Νέβιλ Τσάμπερλεν. Φυσικά και δεν βρισκόμαστε σε ακαδημαϊκό σεμινάριο ιστορίας αλλά σε ταινία εποχής που με τους διαλόγους, τους χαρακτήρες και το δράμα της πρέπει να μας κρατήσει στο κάθισμά μας για δύο ώρες. Στο επίκεντρο βρίσκεται το μεγαλύτερο δίλημμα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Τσόρτσιλ, λίγο πριν την επιχείρηση Dynamo στη Δουνκέρκη, για το εάν θα έπρεπε να διαπραγματευθεί ή όχι με τον Χίτλερ- μια απόφαση καθοριστικής σημασίας για ολόκληρη την Ευρώπη.
Εφόσον τα ιστορικά γεγονότα- έστω και στις γενικές τους γραμμές- είναι γνωστά στο κοινό- ο σεναριογράφος δεν επιλέγει μια ψυχρή προσέγγιση αλλά μπολιάζει την ιστορία του με αρκετό χιούμορ (ανά στιγμές κυλιέται κανείς στο πάτωμα) από τη στιγμή που ο Τσόρτσιλ ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα με τις κόντρες του, την όχι και τόσο άμεση επαφή του με τον απλό κόσμο (θα χρειαστεί όμως να τον προσεγγίσει και θα μπει ακόμα και σε μετρό πριν πάρει την κρίσιμη απόφαση, σε μια από τις καλύτερες σκηνές του φιλμ) και βέβαια με τρομερό αυτοσαρκασμό και ευαισθησία. Στην ταινία όλα αυτά βλέπουμε να τα βγάζει και στην γραμματέα του που έχει τη μορφή της Λίλυ Τζέιμς. Μια ευτυχής επιλογή για το καστ, ένα κορίτσι που μοιάζει να βγήκε από παραμύθι εποχής και που σε τέτοια έχει ξεχωρίσει μέχρι στιγμής (βλέπε Η Σταχτοπούτα). Η Κρίστιν Σκοτ Τόμας υποδύεται τη γυναίκα του, Κλέμι, μεταμορφωμένη κι εκείνη από το μακιγιάζ (να τονίσουμε ότι όπως και στους υπόλοιπους ηθοποιούς έτσι και στην περίπτωσή της κάνει θαύμα το ενδυματολογικό) σε μια ερμηνεία χαμηλών τόνων που βγάζει το πόσο υποστηρικτική υπήρξε γι’ αυτό τον άντρα όλα τα χρόνια της κοινής πορείας τους και πόσες χιλιάδες ώρες τον στερήθηκε (μαζί και τα παιδιά τους) για χάρη της πατρίδας.
Η ερμηνεία του Darkest Hour, όμως, είναι μία: εκείνη του Γκάρι Όλντμαν που μεταμορφώνεται στον διάσημο πολιτικό που αγαπούσε τα πούρα και το ουίσκι. Εάν κερδίσει ο Όλντμαν στα φετινά βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, τότε σίγουρα θα πρέπει να βραβευτεί και το τμήμα του μακιγιάζ όχι μόνο για τον όγκο της δουλειάς αλλά και διότι αυτή η δουλειά έκανε τον ήδη έτοιμο για τον απαιτητικό όσο και αβανταδόρικο ρόλο Όλντμαν να βουτάει ακόμη περισσότερο εντός του. Κινείται με την άνεση του μεγάλου ηθοποιού ανάμεσα στο σοβαρό ύφος μπροστά σε καθοριστικές αποφάσεις για την ανθρωπότητα, το χιουμοριστικό, το στρυφνό, το ευαίσθητο, το καθημερινό, το παιδικό. Τεράστια η γκάμα- θα του προσμετρηθεί και αυτό στα υπέρ στις συζητήσεις για το Όσκαρ.
Και η σκηνοθεσία όμως του Τζο Ράιτ μόνο για επαίνους είναι. Πιο χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τον τρόπο που κινεί την κάμερά του στις αίθουσες πολέμου όπου πρέπει να παρθούν οι μεγάλες αποφάσεις ή τις γωνίες που διαλέγει να την τοποθετήσει και έπειτα να βάλει τον Όλντμαν να ακουμπήσει σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπό του πάνω της, να μπορέσουμε κι εμείς να αφουγκραστούμε έστω και στιγμιαία το βάρος της ευθύνης στην ανάσα του. Αυτούς τους χώρους έρχεται να φωτίσει ο Μπρούνο Ντελμπονέλ- ενισχύοντας το αίσθημα του κλειστοφοβικού και της ευθύνης στις σκηνές των συμβουλίων στην αίθουσα του πολέμου με τη βοήθεια της μουσικής του Ντάριο Μαρινέλι (ήδη βραβευμένος με Όσκαρ για τη δουλειά του στην Εξιλέωση, επίσης του Τζο Ράιτ) που όσο πηγαίνουμε προς το φινάλε αποκτά πιο θριαμβευτικό τόνο.
Τέτοιο σινεμά είναι μοναχά για να το απολαμβάνεις στη μεγάλη οθόνη