«Τι όμορφο που είναι όταν είσαι νέος! Έχεις μόνο όνειρα να κάνεις. Δεν έχεις παρελθόν για να το χάσεις. […] Κοιτάς μόνο μπροστά. Όλα είναι ανοιχτά. Σε περιμένουν. Η αποτυχία είναι μια ακατανόητη λέξη. Αποτυχία από τι; Έχεις δύναμη και αυτή δεν είναι ψεύτικη. Δεν είναι πλασματική […] Δεν υπάρχει το παρελθόν. Πίσω στην πλάτη σου βρίσκεται ένας πελώριος τοίχος που σε στηρίζει. Είναι το σημείο μηδέν. Μπορείς να πας μόνο μπροστά, μπορείς μόνο να κερδίζεις».
Ήταν ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξη Γεράση (Ο Διαφημιστής) που διάβασα πρόσφατα και μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Είναι εμφανές, ότι ο χωροχρόνος αυτών των σκέψεων αφορά μια άλλη δεκαετία και σίγουρα μια άλλη Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα αφορά τη δεκαετία του ’90 και την Ελλάδα του τότε. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτές τις γραμμές και τα ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου γεννιούνται τόσο φυσικά το ένα μετά το άλλο που δεν τα προλαβαίνω. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται. Ή για να το θέσω καλύτερα δεν ξέρω τι να πρωτο-αισθανθώ.
α) Να αντλήσω δύναμη από την υπέρμετρη αυτή αισιοδοξία του συγγραφέα ή
β) να εξαγριωθώ όταν αφήσω τον κόσμο του βιβλίου –που ομολογουμένως με είχε συνεπάρει – και επανέλθω στην πραγματικότητα;
Αναρωτιέμαι φωναχτά λοιπόν: Ένας νέος 18, 22 ή 25 ετών μπορεί να είναι τόσο αισιόδοξος όσο και ο συγγραφέας; Μπορεί να αντλεί αυτήν την ανεξάντλητη δύναμη από τα στηρίγματα που ενδεχομένως έχει και να βλέπει θετικά το μέλλον του; Ειλικρινά δεν ξέρω την απάντηση! Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο «πελώριος τοίχος» που είχαμε – ή που θα είχαμε υπό άλλες συνθήκες, τουλάχιστον για την πλειοψηφία – δεν υπάρχει πια. Οι νέοι πρέπει να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και να δημιουργήσουν μόνοι τους αυτόν τον «τοίχο», ο οποίος ενώ έχει πολύ γερές βάσεις δυστυχώς μπορεί να γκρεμιστεί σε δευτερόλεπτα. Ο τροχός γυρίζει και οι εποχές της ανεμελιάς, της καλοπέρασης και του «αφού μπορώ να το κάνω αύριο γιατί να το κάνω σήμερα» έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Στην εκπομπή του Σ. Θεοδωράκη άκουσα ότι εκεί που οι νέοι περίμεναν το μηχάνημα που θα τους δένει τα κορδόνια, ήρθε η οικονομική κρίση. Ισχύει. Αυτό λοιπόν κάνει το έργο μας πολύ πιο δύσκολο καθώς πρέπει να δημιουργούμε μόνοι μας τις συνθήκες εκείνες που θα μας επιτρέψουν να επιβιώσουμε στο σήμερα, αφού το αύριο μας φαίνεται τώρα πια μακρινό.
Όσον αφορά το χώρο, πιστεύω πως η χώρα μου έχει «λοξοδρομήσει» από τον ίσιο δρόμο και έχει πάρει μια αλλιώτικη πορεία που κανένας δε γνωρίζει τον «προορισμό». Εμείς γιατί πρέπει να είμαστε στο ίδιο βαγόνι; Γιατί να μην ακολουθήσουμε μια δική μας διαδρομή; Νιώθουμε ότι δεν μπορούμε… Νιώθουμε ότι έχουμε κουραστεί… Ακούμε για «κρυφά σχέδια», «θεωρίες συνομωσίας», το «τέλος του κόσμου» και έχουμε τρομοκρατηθεί! Νομίζουμε ότι η ζωή τελείωσε και εμείς είμαστε μόνο πιόνια που απλά μας μετακινούν σύμφωνα με το «Σχέδιο», θεωρώντας ότι αυτή η παρτίδα σκάκι είναι τελειωμένη.
Είναι καιρός ο τροχός να ξαναγυρίσει και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι καθημερινές δυσκολίες πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Η διαφορά είναι ότι τότε δεν μπορούσαμε να τις δούμε γιατί κάποιοι άλλοι τις έβλεπαν για εμάς και η δυσκολία ξεπερνιόταν αθόρυβα. Τώρα απλά τις βλέπουμε όλοι. Υπάρχει δύναμη μέσα μας απλά είναι κάπου κρυμμένη. Αλήθεια υπάρχει.
Επανέρχομαι λοιπόν, στο ερώτημα που έθεσα αρχικώς.
α) Να αντλήσω δύναμη από την υπέρμετρη αυτή αισιοδοξία του συγγραφέα ή
β) να εξαγριωθώ με όλα αυτά που ακούω και που συμβαίνουν γύρω μου;
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ διαλέγω το πρώτο.
Υ.γ: Πάντα θεωρούσα τις θεωρίες συνομωσίας πολύ θελκτικές και, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «πιασάρικες». Γιατί; Γιατί θέλοντας και μη, μας βάζουν στο τρυπάκι της αμφισβήτησης και της ανατροπής των όσων ξέραμε μέχρι τώρα. Επιβάλλεται να αφουγκραζόμαστε το τι συμβαίνει γύρω μας, να «ζυγίζουμε» τα πράγματα και έπειτα να δεχόμαστε ή να αμφισβητούμε, να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε, να έχουμε τη δική μας άποψη, τη δική μας φωνή.