Μια φορά και έναν καιρό σε ένα γαλανό βασίλειο φτιαγμένο από σύννεφο, Αιγαίο, ήλιο και πέτρα Καρύστου, ζούσε ένας βασιλιάς με την ορφανεμένη θυγατέρα του.
Η βασιλομήτωρ είχε φύγει από υπερβολική κατανάλωση βαρβιτουρικών και ρετσίνας – σαν άλλη Μέριλυν – λόγω σύγχυσης πολλαπλών προσωπικοτήτων (καλά θα ήτο να είχε πάει από πολλαπλούς οργασμούς αλλά μπα που τέτοια τύχη η γαλαζοαίματη!) από επιρροές των αδιάφορων-διαφόρων-αδιαφθορων βαραβαροπολιτισμένων κατακτητών της. Τι Φράγκοι, τι Οθωμανοί, τι Γερμανοί και Ιταλοί. Καλέ χαμός σας λέω στο κρεβάτι της, Θεός σχωρέστη, να δεις πως την λέγανε α… ναι, Εθνική ταυτότητα.
Έφυγε μας άφησε χρόνους και ο βασιλιάς σαν μπερμπαντάκος που ήταν και γυάλιζε και το ματάκι του, είπε να ματα-ξαναπαντρευτεί. Είχε και δύσκολο όνομα, ο «Σύνταγμας» (όλο του το άλλαζαν σε υποκοριστικούλια του έρμου…)
Και πήρε μια γυναίκα κόμματο! (κόμμα-κόμματο, θα σας γελάσω).
Αυτή (Δημοκρατία την λέγανε θαρρώ) είχε ένα βίτσιο… απαπα… κουβαλούσε παντού μέσα στο παλάτι (κοινοβούλιο το λέγανε) ένα καθρέφτη, να, μετά συγχωρήσεως και τον ρωτούσε ανά τέσσερα, τρία μην σου πω χρόνια, που την πιαναν οι γυναικείες της ανασφάλειες – ξέρεις -.
-Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ωραιότερη σε αυτή την χώρα;
-Εσύ της απαντούσε αυτός και άλλαζε πρόσωπα για την ποικιλία του πράγματος.
Μια με παχιά φρυδάκια, μια με ζιβάγκο, μια με ελιές, μια με γυαλάκια, μια στρουμπουλούλης, μια με μωβ γραβατούλα. Μια χαρά ποικιλία είχε η μητριά της παιδίσκης, η οποία είχε ρίξει μπόι, είχε ομορφύνει και την ζούλεψε αίφνης ένα πρωινό η όμορφη κυρά.
Οπότε, βρίσκει μια κυνηγό, τι να σας λέω, στρουμπουλή και ροδοκόκκινη. Αγγέλα την λέγανε και την διατάζει να πάει να ξεριζώσει την καρδιά του χιονάτου χιονοκόριτσου, που χτυπούσε με 110.000000 παλμούς το λεπτό.
Να μην στα πολυλογώ, την πάει στο δάσος το σκοτεινό η σκοτεινή τύπισσα (και εδώ το παραμύθι γίνεται ακατάλληλο δια ανηλίκους, ακολουθούν σκηνές βίας, βιασμού, βιαστικά) να την αποκάμει κάτω από τα δένδρα του Δου-Νου-Του (όχι δονητού, μην χαίρεσαι) μα εκεί που την είχε στριμώξει κάτω από έναν ευρώ-θάμνο, βγαίνουν από το πουθενά σου λέω όχι ένας, όχι δυο, όχι τρεις, μα καμπόσοι μικροί νάνοι, τόσοι δα.
Επαναστάτες σου λέει ο άλλος, αναρχικοί; Ονειροπόλοι; Παραμύθι είναι αγάπη μου, μην το αναλύεις πια τόσο πολύ. Και απαγάγουν την Χιονάτη και την παίρνουν μαζί τους σώα και ασφαλή. Ήταν όμως και αυτή βρε παιδί μου πολύ ζωηρούλα και στον δρόμο που τους την πέσαν κάτι γνωστοί άγνωστοι κουκουλοφόροι, δάγκωσε ένα μήλο-μολοτωφ και εξεράθη στον ύπνο η νυσταλέα.
Λέγεται, ακούγεται, ψιθυρίζεται μα σσσσς … πως την έχουν κλείσει σε γυάλινο φέρετρο, να μην την δει χρυσή αυγή ποτέ. Αναζητείται πρίγκιπας καθαρόαιμος, σε λευκό κατά προτίμηση άτι, με ιδανικά , φιλοτιμο, πρότυπο και ηγετικό ως μορφή παλικάρι, να την φιλήσει να ξυπνήσει και να ανέβει στον θρόνο της, δίπλα του.
Πως την λέγαν την Χιονάτη κόρη; Ελλάδα καλέ!Ελλάδα!
Και εζησαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα, περιμένοντας να φάμε… 31.5 δις δηλητηριασμένα κόκκινα μήλα…