Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω ιδιαίτερα την συντροφιά ορισμένων ανθρώπων. Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι ορισμένοι άλλοι με κάνουν να βαριέμαι απίστευτα. Θα μου πείτε τώρα ότι αυτό συμβαίνει σε όλους μας. Συμφωνώ, αλλά το δικό μου θέμα βρίσκεται στο ότι εκφράζω και τον ενθουσιασμό μου, όταν βρίσκομαι με απολαυστική παρέα και την δυσαρέσκεια μου, όταν η παρέα μου προκαλεί βαρεμάρα. Τον ενθουσιασμό μου τον αντιλαμβάνομαι μιας και συμμετέχω (ξέρετε τώρα ατάκες, γέλια, φωνασκίες), όταν βαριέμαι όμως… η απόλυτη σιωπή. Άμα δεν σε εμπνέει ο άλλος, όταν σου βγάζει την μιζέρια του μυαλού του… τι να πεις και αν πεις ακόμα, τα λόγια σου θα χάσεις.
Είναι και αυτή η κοινωνία που σε θέλει πάντα με το χαμόγελο, με τις χαιρετούρες και τα φιλιά στις κοινωνικές εκδηλώσεις, με τον καλό το λόγο ανάμεσα στις γυναικείες συντροφιές, που εκφράζεται πάντα κάπως έτσι: «Κούκλα είσαι χρυσή μου, πολύ κομψό το φόρεμα σου, τέλειο το σώμα σου…) και λοιπές τέτοιες «φιλοφρονήσεις» που λέμε εμείς οι γυναίκες, συνήθως σε αυτές που δεν «βλέπονται». Γιατί, πώς λες «κούκλα» κυρία μου, αυτήν που έχεις απέναντι σου, όταν είναι πασαλειμμένη με έναν τόνο μακιγιάζ και έχουν χαθεί τα μάτια της ή όταν έχει γίνει κινέζα από τα μπότοξ ή όταν το συθρού της έχει γίνει ένα με το εσώρουχο (αν φοράει). Ή ακόμα και τώρα (έχουμε κρίση λέμε) ,παραπονιέται που δεν βρήκε την Prada τσάντα που έψαχνε. Ή το καινούργιο life style (κρίσης) της διαφήμισης της φιλανθρωπίας ή της συμπαράστασης, επώνυμα (από «επώνυμους») με υπογραφή και με φωτογραφίες (έλεος).
Προσπάθησα, σας λέω, να συμβιβαστώ με όλο αυτό το παιχνιδάκι των δημοσίων σχέσεων όπου μετά την φιλοφρόνηση έρχεται το θάψιμο και μετά την συζήτηση τα ειρωνικά σχόλια. Προφανώς δεν τα κατάφερα γιατί απέκτησα τον τίτλο της «ξινής αντικοινωνικής» (μάλλον από το ξινισμένο μου χαμόγελο). Τον αποδέχτηκα, λοιπόν, τον τίτλο και αποφάσισα να συνεχίσω την ζωή μου κατόπιν επιλογών, λίγων και εκλεκτών, ωραίων και μοιραίων σοβαρών και όχι σοβαροφανών, αστείων και όχι σαχλών. Αποφάσισα να «ξοδεύω» την κοινωνικότητα μου και όχι να την «σπαταλώ» μες στην συνάφεια του κόσμου «όσο μπορώ»!