Με έκπληξη μου συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ, από σχεδόν ανεπαίσθητα ερεθίσματα, πόσο στενά συνδέεται κάθε κομμάτι στο πάζλ του κόσμου. Πόσο ίδια πράγματα μπορούν να πουν ένας πολιτικός αρθρογράφος, ένας κοινωνιολόγος, ένας ποιητής κι ένας ψυχολόγος, κι ας φαίνονται με την πρώτη ματιά εκ διαμέτρου αντίθετα, και πόσο κοντά είναι ο μέσα με τον έξω κόσμο.
Όταν αρέσκεται κανείς να παρατηρεί την πραγματικότητα γύρω του, μια πόλη και δη η Αθήνα, συστήνεται ανεπιφύλακτα! Δεν άργησα να δω τον συνδετικό κρίκο μεταξύ όλων των φαινομένων που μου τράβαγαν την προσοχή στο δρόμο, στο σταθμό του μετρό, στις πλατείες, στις ουρές των τραπεζών και των υπηρεσιών, είτε ανάμεσα σε εκατοντάδες αγνώστους, είτε ανάμεσα σε δυο-τρεις. Μοναξιά! Κι ούτε άργησα να καταλάβω πόσα πολλά πρόσωπα μπορεί να πάρει.
Είναι πρώτα-πρώτα αυτή που άλλοι μας προξένεψαν χωρίς να φταίμε – με την πρώτη εικόνα τουλάχιστον – μας καταδίκασαν σ’ αυτήν. Αυτή τη μοναξιά, τη φανερή, τη βλέπεις παντού γύρω σου σε υποκατηγορίες. Στην ανώνυμη μοναξιά των περαστικών, που σε αντίθεση με τους αφηνιασμένους ασθματικούς βηματισμούς των υπολοίπων, παράταιροι περπατούν νωχελικά. Στη φρικτή μοναξιά της στέρησης που ζουν όσοι έχουν χάσει κάποιο πρόσωπο στη ζωή τους (χωρισμός ,θάνατος ,τσακωμός). Στην άδικη μοναξιά όσων υφίστανται ρατσισμό και περιθωριοποίηση για το αμάρτημα της διαφορετικότητας. Στην αθώα μοναξιά του δεκάχρονου που παίζει ακορντεόν στο πλακόστρωτο, μεταξύ Θησείου και Ακρόπολη, που βροντοφωνάζει στους τουρίστες που θαυμάζουν τα αρχαία «Να, ο πραγματικός πολιτισμός της Ελλάδας!».
Αυτό το είδος μοναξιάς είναι το σταυροδρόμι των κλάδων: η μοναξιά είναι στοιχείο της ψυχής, απόσταγμα της χαλάρωσης των ανθρώπινων δεσμών, αντικείμενο αναρίθμητων ποιητικών συλλογών και άμεσο επακόλουθο της πολιτικής αστάθειας, της παρακμής και της διαφθοράς. Έτσι συνδέεται η ψυχή με το 27,4 % της ανεργίας, τα λουκέτα στις επιχειρήσεις, τις απολύσεις, τους επιεικώς δυσανάλογους φόρους, τις μίζες και τους διορισμούς του ίδιου ατόμου πρώτα ως υπαλλήλου σε τράπεζα, μετά ως αστυνομικού, μετά ως υπαλλήλου στην αρχαιολογία και σε λίγο ως αστροναύτη στη NASA (τελικά η χώρα μας έχει πολυτάλαντους ανθρώπους !), ενώ ο βλάκας με τα δυο πτυχία, τις τρεις ξένες γλώσσες και το master στη Γαλλία, τυλίγει σουβλάκια!
Την ανυπαρξία της παραγωγής, τις καθιερωμένες πλέον βόλτες από γραφείο σε γραφείο και από βαριεστημένο υπάλληλο σε υπάλληλο για να πληρώσεις έναν λογαριασμό της ΔΕΗ, συνολικά δυο ώρες – αν είσαι τυχερός – κι άλλα τόσα που έχουμε βαρεθεί να ακούμε και έχουμε κουραστεί ακόμα περισσότερο να ζούμε .
Έτσι μπαίνει το εξάμβλωμα του έξω κόσμου μέσα μας, μέσα σε κάθε σπίτι. Πώς όχι; Όταν ολημερίς βρίσκεται κάποιος ενώπιον εξωφρενικών εξόδων, λογαριασμών και οφειλών, όταν έχει οικογένεια με παιδιά που στερείται τα βασικά για να χρυσοπληρώνει εκείνος φόρους στους εγκληματίες πολυτελείας, όταν ο συνολικός μισθός των δυο συζύγων δεν ξεπερνά τα 1000 ευρώ (στις πολύ καλές και σπάνιες περιπτώσεις που δουλεύουν κι οι δυο) ας μου πει κάποιος, ποιά ανθρώπινη επαφή και ποιά σύσφιξη σχέσεων μπορεί να του περνά από το μυαλό; Μόνο φθορά μπορεί να επέλθει σ’ αυτές τις σχέσεις, κούραση, αγανάκτηση, σύγκρουση, τριβή… Δε σου μένει πια χώρος και δύναμη για τίποτα! Κι έτσι απλά, μένεις μόνος, αποστασιοποιείσαι, κλείνεσαι στον εαυτό σου. Και το χειρότερο; Το έχεις ανάγκη!
Ύστερα είναι κι η άλλη μοναξιά, εκείνη που εμείς οι ίδιοι ενσυνείδητα ή ασυνείδητα επιλέγουμε για τους εαυτούς μας. Εδώ ανήκουν και πάλι όσοι έχουν χάσει πρόσωπα από τη ζωή τους, όμως τώρα το «χάνω» αντικαθίσταται από το «αφήνω να φύγουν», ή ακόμα χειρότερα από το «διώχνω». Ανήκουν ακόμα όσοι καταδικάζουν τον εαυτό τους στη μοναξιά, τιμωρώντας τον ενοχικά επειδή συνειδητοποιούν συνήθως εκπρόθεσμα αμαρτίες και λάθη, όσοι αργούν να συνειδητοποιήσουν την αξία κάποιων πραγμάτων στη ζωή τους. Κι άλλοι, κι άλλοι…
Μα για μένα μία είναι η χειρότερη απ όλες τις μοναξιές! Αυτή είτε την επιλέγουμε οι ίδιοι, είτε δεν έχουμε άλλη επιλογή εκ των πραγμάτων. Είναι η πιο ύπουλη και μοχθηρή από τις άλλες. Είναι η μοναξιά που νιώθουμε ενώ έχουμε ανθρώπους δίπλα μας. Ανθρώπους οι οποίοι δε μας γεμίζουν και δε μας καλύπτουν. Που πολλές φορές δε μας ενώνει τίποτα ανώτερο μ’ αυτούς. Μια μοναξιά που πηγάζει συνήθως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, από την περιφρόνηση μας για τη ζωή. Δεν καταλαβαίνουμε πως είναι μοναδική, πως πρέπει να την αξιοποιούμε όσο περισσότερο γίνεται, αντί να αρκούμαστε στα μικρά για να μην παλέψουμε για τα μεγάλα. Αυτή τη μοναξιά την ξέρουμε μόνο εμείς οι ίδιοι, συνήθως κανείς δεν μπορεί να τη δει με γυμνό μάτι, είναι μια μοναξιά – αθόρυβος κίνδυνος. Μια μοναξιά που τη ζούμε μόνοι…
Η Μαρία Στεφάνου είναι φοιτήτρια
στη Νομική Σχολή Αθηνών