Αν ήσουν στο Βερολίνο του 1940 και ήσουν “τέτοιος”, το ονοματάκι σου θα ήταν ανάμεσα στα 100.000 άλλα που ήταν καταχωρημένα στα αρχεία των Ναζί. Αν πάλι την ίδια εποχή ήθελες να ήσουν στην Μόσχα και ήσουν πάλι “τέτοιος”, τότε θα κατέληγες ή στα γκούλαγκ της Σιβηρίας ή σε κανένα ψυχιατρείο για θεραπεία, έτσι για να δεις και το αξιοζήλευτο σοβιετικό κράτος πρόνοιας. Το υπέροχο Παρίσι ήταν πάντα η πόλη του έρωτα μόνο για τους… “κανονικούς”. Αν αργότερα ήθελες να μεταναστεύσεις στην γη των ευκαιριών και των καουμπόηδων, στο America, και ήσουν πάλι ένας από “δαύτους”, σε περνούσαν για κομμουνιστικό κατακάθι και η υπερσυντηρητική αμερικανική δημοκρατία σου άλλαζε τον αδόξαστο.
Έτσι, επειδή οι λεσβίες και οι ομόφιλοι είδαν και απόειδαν με όλα αυτά, τους κατέβηκε μια ιδέα. Θέλοντας να αποδομήσουν την αποκλειστικά σεξο-κεντρική εικόνα που προκαλούσε η έννοια ομοφυλόφιλος στον κόσμο, υιοθέτησαν τον όρο «ομοφιλία» για να αυτοπροσδιοριστούν. Πίστεψαν ότι οι κυβερνήσεις και ο κόσμος τους κυνηγάνε επειδή δεν είναι ενημερωμένοι και χρειάζονταν κάποιος να τους πει πέντε πράγματα για τον ομοερωτισμό, ώστε να μην τον φοβούνται. «Μωρέ παιδιά, ούτε άρρωστοι είμαστε ούτε κινκι ανωμαλιάρηδες που θα σας φέρουμε σε δύσκολη θέση σε μια παρέα, απλά στο κρεβάτι μας γουστάρουμε άλλα πράγματα από σας, ή μάλλον τα “ίδια” με τα δικά μας». Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για πρώτη φορά ομοφυλοφιλικές οργανώσεις επιχείρησαν να δώσουν μια συμβατική εικόνα στην ομοφυλοφιλία, έναν καθωσπρεπισμό που άρμοζε στην συντηρητική Δυτική κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Το πατρίς-θρησκεία-οικογένεια θα το υπηρετούσαν στο έπακρον, τα φουστανάκια και τα κουνήματα στον δρόμο τα απέρριπταν, ενώ με τον κομμουνισμό δεν θέλανε να έχουνε πολλά-πολλά. Το 1950 έκανε το ντεμπούτο του στις ΗΠΑ ο σύλλογος «Ματασίν» (για τους ομοφυλόφιλους) και οι «Κόρες της Μπιλίτιδος» (για τις λεσβίες), προσπαθώντας να διαχωρίσουν το ιδιωτικό από το δημόσιο προφίλ, ώστε να μην φοβίζουν τους νοικοκύρηδες και τους γέρους στα σουπερ μάρκετ. Οι λεσβίες όταν θα ήταν στην πλατεία και στη δουλειά θα ήταν σωστές δεσποινιδούλες με τα κοτσιδάκια τους, και όταν θα ήταν στο σπίτι θα φορούσαν ό,τι ήθελαν και θα έβριζαν ακόμα και σαν νταλικέρηδες χωρίς να τους πει κανείς τίποτα.
Μπαρ, εστιατόρια, ομοφυλοφιλικά χαμαιτυπία και άλλα τέτοια παλιομάγαζα δεν άρμοζαν στην εικόνα που ήθελαν να δώσουν τα μέλη του συλλόγου Ματασίν, «βρε, τί δουλειά έχουμε ‘μείς με τις «αδελφές» (queers); Εμείς φοράμε τα κοστουμάκια μας, περπατάμε ευθυτενείς στον δρόμο και κάνουμε και την προσευχή μας στις εκκλησιές». Όλα αυτά τα ημιπαράνομα μαγαζιά είχαν συνδεθεί με τους «κουνιστούς», καρικατούρες των μεσαίων και ανώτερων τάξεων που χαλούσαν την «πιάτσα» ψαρεύοντας νεαρά φτωχόπαιδα για να τους κάνουν διάφορα στα σκοτάδια.
Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Μπορεί οι λεγόμενοι καθωσπρέπει ομόφιλοι να απέρριπταν την θηλυπρέπεια και τα περίεργα ντυσίματα, αλλά δεν κατάφεραν να περάσουν στην κοινή γνώμη το αρρενωπό ομοφυλοφιλικό πρότυπο. Το μοντέλο του «άντρακλα στην καθημερινότητα και gay στο κρεβάτι και στα συναισθήματα», για να επικρατήσει προϋπέθετε αλλαγές στον τρόπο ζωής και τις νοοτροπίες της αμερικανικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας που όμως έλαβαν χώρα αρκετά χρόνια αργότερα. Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκαν πιο άνετα πια οι καλλίγραμμοι μουστάκηδες ομοφυλόφιλοι, ως πιστή συνέπεια στην μόδα της εποχής που εμπνεόταν από την υγεία, τον αθλητισμό και τη νεότητα.
Η καταναλωτική κουλτούρα των seventies άνοιξε εκείνες τις πόρτες που κρατούσε κλειστές ο συντηρητισμός των fifties. Έτσι ο ομοφυλοφιλικός καθωσπρεπισμός ηττήθηκε και σήμερα, ύστερα από δεκαετίες, θριάμβευσαν τα γλωσσόφιλα ως τρόπος διαμαρτυρίας στις εκκλησιές και το debate συνεχίζεται με την συμμετοχή “σοφών” πλην σαλεμένων αρταινόμενων δια της μαλακίας ρασοφόρων θυμίζοντάς μας τα μακαρθικά αμερικανικά seventies.
*Ο Βαγγέλης Γεωργίου είναι εμπνευστής και δημιουργός του πρώτου ιστοτόπου δημόσιας διανόησης greeklish.info