Μετά από τέσσερις περίπου ώρες πτήσης, είχαμε πια προσγειωθεί σε σκοτσέζικο έδαφος μα ταυτόχρονα και σε μιαν άλλη Αθήνα, στην Αθήνα του Βορρά, όπως αποκαλείται αλλιώς το Εδιμβούργο. Ρυθμίσαμε τα ρολόγια μας δύο ώρες πίσω και κρατώντας τα διαβατήριά μας στο χέρι – γιατί αν και χώρα της Ευρώπης, για κάποιον παράξενο λόγο χρειαστήκαμε διαβατήρια για να απελευθερωθούμε από τα δεσμά του αεροδρομίου – ξεχυθήκαμε στο δρόμο τυλιγμένοι στα μπουφάν μας για να βρούμε το λεωφορείο με τον αριθμό 100 για να μας μεταφέρει στην πόλη.
Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα και η θερμοκρασία άγγιζε το μηδέν το κυριακάτικο αυτό βράδυ. Το λεωφορείο μας άφησε κοντά στον σταθμό Waverley κι εμείς μέναμε στην οδό Grassmarket, σε έναν πολύ κεντρικό δρόμο του Εδιμβούργου, σπαρμένο με παραδοσιακές pubs, πολυσύχναστες καφετέριες και εκλεκτά εστιατόρια. Αδαείς όμως τουρίστες όπως ήμασταν, πήραμε το κλασικό, αγγλικό, μαύρο, σαν από ταινία παρμένο ταξί για να μας πάει στο ξενοδοχείο. Δεν προλάβαμε καν να μπούμε στο ξενοδοχείο και μας πλημμύρισε μια μυρωδιά από αλκοόλ και νιάτα στη ρεσεψιόν. Καλοντυμένοι έφηβοι, μισομεθυσμένοι και εύθυμοι μας έκαναν να καταλάβουμε πως ‘we missed the party’ όπως μας είπε κι ένας εξ αυτών. Έμελλε να ανακαλύψουμε στη συνέχεια πως στη Σκοτία έχουν πολύ διαφορετικό τρόπο ζωής, αλλά και ωράρια από την Ελλάδα. Οι κουζίνες τους κλείνουν γύρω στις 21.00, σε ακραίες περιπτώσεις εστιατορίων στις 22.00, οι pubs τους στη 1.00 μετά τα μεσάνυχτα και κάποια extreme clubs στις 3.00. Τα μαγαζιά ανοίγουν στις 10.00 και κλείνουν στις 18.00 και τα μουσεία και οι πινακοθήκες μετά τις 17.00 είναι κλειστά.
Αφού εγκατασταθήκαμε σε ένα δωμάτιο στον πέμπτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου με μια απίστευτη και αξιοζήλευτη θέα στο Κάστρο του Εδιμβούργου, μη μπορώντας να κατευνάσουμε τον ενθουσιασμό μας, βγήκαμε για έναν βραδινό περίπατο στην τσουχτερή μα χριστουγεννιάτικα στολισμένη πρωτεύουσα. Περιδιαβαίναμε τον πλακόστρωτο δρόμο και κάπου κάπου σταματούσαμε να διαβάσουμε χαραγμένες πινακίδες έξω από μαγαζιά, μόνο για να ανακαλύψουμε πτυχές της τοπικής ιστορίας, που αγνοούσαμε μέχρι πρότινος. Κι εκεί που γνωρίζαμε μονάχα το τέρας του Loch Ness, συνειδητοποιήσαμε πως βρισκόμασταν σε μια πόλη… φαντασμάτων! Ανακαλύψαμε την ιστορία των δύο διαβόητων δολοφόνων του West Port το 1828, του William Burke και του William Hare, οι οποίοι με τη βοήθεια της ερωμένης του πρώτου, Helen McDougal και της συζύγου του δεύτερου, Margaret Laird, παρέσερναν ανυποψίαστους περαστικούς σε ένα από τα μαγαζάκια της Grassmarket – που με έκπληξη ανακαλύψαμε πως σε εποχές αλλοτινές, η πλατεία αυτή ήταν ο τόπος όπου γίνονταν οι εκτελέσεις- και τους δολοφονούσαν για να πουλήσουν τα σώματά τους στον γιατρό Robert Knox για τα μαθήματα ανατομίας του στην Ιατρική Σχολή της πόλης. Το βράδυ μας ολοκληρώθηκε έχοντας φάει σε ένα μαγαζάκι – από τα ελάχιστα, ίσως και το μοναδικό ανοιχτό της γειτονιάς- Fish and Chips, το παραδοσιακό αγγλικό έδεσμα, όπως έχουμε το ‘σουβλάκι’ στην Ελλάδα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά τηγανισμένος μπακαλιάρος με κρούστα μαζί με πατάτες.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν σαν νερό, και μάλιστα μας φάνηκαν λίγες, με εμάς να ανακαλύπτουμε όλο και περισσότερα για την “Αθήνα του Βορρά” και να βρίσκουμε τις ομοιότητές της με αυτή του Νότου. Το πρωί της επομένης, ξεχυθήκαμε στους δρόμους με πρώτη στάση τον λόφο Κάρλτον (Carlton Hill). Εκεί, βρεθήκαμε μπροστά σε έναν ημιτελή ναό, αντίγραφο του Παρθενώνα της Ελλάδας με 12 κολώνες, που οι Σκωτσέζοι θεωρούν Εθνικό μνημείο τους. Βέβαια, καμία σχέση δεν είχε με τον αυθεντικό Παρθενώνα, αφού έμοιαζε σαν χάρτινο κατασκεύασμα, δίχως βάθος, εάν τον κοιτούσες από μακριά. Δεν διστάσαμε να πάρουμε εισιτήριο για να ανεβούμε στο Nelson Monument, ένα μνημείο που χτίστηκε το 1807, με πανοραμική θέα σε όλη την πόλη. Βέβαια, η φιδωτή σκάλα δεν ενδείκνυται για καπνιστές, καθώς μέχρι να φτάσεις στην κορυφή, η ανάβαση φαντάζει ατελείωτη! Η θέα όμως αποζημιώνει και με το παραπάνω. Παραπλήσια του λόφου, δεσπόζει το ατμοσφαιρικό νεκροταφείο Greyfriars, όπου μεταξύ άλλων, είναι θαμμένος και ο εμπειριστής φιλόσοφος David Hume.
Ένας μυρωδικός καφές στην Princess Street και μερικά απολαυστικά cupcakes ήταν ό,τι πρέπει για να κάνουμε διάλειμμα από τη βόλτα μας και να ζεσταθούμε λιγάκι. Η Χριστουγεννιάτικη αγορά κοντά στο μνημείο του Sir Walter Scott, συγγραφέα του ιστορικού μυθιστορήματος Ιβανόης, ήταν το ιδανικό μέρος για να φάμε γευστικά λουκάνικα, να αγοράσουμε χριστουγεννιάτικα πραγματάκια, να κάνουμε πατινάζ και να ανεβούμε στην τεράστια ρόδα για να δούμε για μία ακόμη φορά πανοραμικά την πόλη του Εδιμβούργου. Το βράδυ καταλήξαμε να τρώμε haggis, παραδοσιακό σκοτσέζικο φαγητό, κάτι σαν μαγειρίτσα αλεσμένη – μην παίρνετε αυτό το ύφος, είναι πε-ντα-νό-στι-μο!- και να πίνουμε μπύρες ακούγοντας παραδοσιακή σκοτσέζικη μουσική στην pub ‘The World’s End’ στον πεζόδρομο Βασιλικό Μίλι (Royal Mile) στη High Street. Οι τιμές τους είναι πάνω κάτω στις 15-20 λίρες το άτομο, μαζί με ένα ποτήρι κρασί. Οι μπύρες είναι φυσικά πολύ πιο φθηνές.
Καθώς όμως το Royal Mile δεν είναι απλώς και μόνο ένας πεζόδρομος με όμορφες pubs και απίστευτα μαγαζιά με λογής λογής σκοτσέζικες φούστες, κασμιρένια κασκόλ κλπ, την επόμενη μέρα αποφασίσαμε να τον διασχίσουμε από τη μία άκρη έως την άλλη. Ξεκινάει από το Κάστρο του Εδιμβούργου, το οποίο έχει μεν μια τσιμπημένη τιμή εισιτηρίου (16 λίρες έκαστος, κοινώς περίπου 20 ευρώ), όμως αυτό δεν έκανε να διστάζουν να το επισκεφτούν τουλάχιστον τρεις σχολικές τάξεις, αλλά και εκατοντάδες τουρίστες. Το Κάστρο, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε έναν βράχο και στέκει αγέρωχο και επιβλητικό κοιτάζοντας ολόκληρη την πόλη, υπήρξε κατοικία βασιλικών οικογενειών της Σκοτίας και μέσα του περικλείει το National War Museum, το παρεκκλήσι St Margarets’ αλλά και τα βασιλικά κοσμήματα του θρόνου, τα λεγόμενα Honours of Scotland –την κορώνα, το σπαθί και το σκήπτρο.
Διασχίζοντας το Βασιλικό Μίλι, που χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, τα Castlehill, High Street, Lawnmarket και Canon Gate, νιώσαμε σαν Σκοτσέζοι κάποιας άλλης εποχής και φανταζόμασταν πώς θα ζούσαν οι άνθρωποι κάποτε. Περάσαμε από τον καθεδρικό ναό St’ Giles, μπήκαμε στο μουσείο της παιδικής ηλικίας (Museum of Childhood) για να δούμε παλιά παιχνίδια, να φορέσουμε παλιά ρούχα αλλά και να πάρουμε αλάτι (!) για το σπίτι και οπωσδήποτε περπατήσαμε απέναντι στο νεκροταφείο, για να ανακαλύψουμε πως ακόμη ένα εξέχον πρόσωπο είναι θαμμένο στο Εδιμβούργο, ο Adam Smith. To Μουσείο του Ουίσκι είναι επίσης από τα must του Εδιμβούργο, αλλά εμείς το αφήσαμε για την επόμενη φορά! Πάντα κάτι πρέπει να αφήνεις…
Ωστόσο, μπορεί να μην θέλαμε να αφήσουμε και το National Museum of Edinburgh, μα ήταν τόσο γιγαντιαίο που δύο ώρες μονάχα μας χρειάστηκαν για το ισόγειο και είχε ακόμη δύο ορόφους… Η Εθνική Πινακοθήκη (National Gallery) βέβαια, είναι άλλο ένα sightseeing που οπωσδήποτε πρέπει κάποιος να επισκεφτεί για να φουσκώσει όλο υπερηφάνεια βλέποντας πίνακες του El Greco, που μάλιστα εμείς πέσαμε και σε μια παρέα άγγλων που συζητούσαν και ανέλυαν τις τεχνικές του κρητικού ζωγράφου. Μεταξύ άλλων, μπορεί κανείς να δει Monet, Botticelli, Da Vinci και πολλούς πολλούς άλλους.
Σκοπίμως άφησα στο τέλος μικρές λεπτομέρειες Εδιμβουργικής διασκέδασης αλλά και παρέλειψα διάφορα μέρη. Το παγκοσμίως γνωστό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου που λαμβάνει χώρα τον Αύγουστο, να το προτιμήσετε. Τη Grassmarket επίσης να την προτιμήσετε για γειτονιά διαμονής. Έχετε δίπλα σας κυριολεκτικά τα πάντα! Από pubs, μέχρι club, μέχρι και το Elephant House, το κόκκινο, γλυκό καφέ όπου έχει συνδυαστεί με τη J.K.Rowling και τη συγγραφή του Harry Potter. Η Νέα Πόλη, που χτίστηκε για να αντιμετωπιστεί ο υπερπληθυσμός, είναι ένα από τα αξιοθέατα που προσωπικά δεν τίμησα. Ήταν τόσο μαγική η Παλιά Πόλη, που κυριολεκτικά λησμόνησα καθετί νεωτεριστικό.
Καλώς ή κακώς, δεν πρόλαβα να δω ολόκληρο το Εδιμβούργο. Είδα όμως αρκετές πτυχές του που με έκαναν να το θυμάμαι με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο. Με νοσταλγία και τρυφερότητα για όλες τις στιγμές που απλόχερα μου χάρισε αλλά και με μια υποδόρια θλίψη που είμαι πλέον μακριά του. Ένα είναι όμως σίγουρο. Θα το επισκεφτώ ξανά πολύ σύντομα και αυτή τη φορά θα είμαι ήδη ερωτευμένη παράφορα μαζί του!!