Από τα πιο πολυσυζητημένα φιλμ του 2016, το ‘’Moonlight’’, που ξεκίνησε την πορεία του από το φεστιβάλ του Telluride των ΗΠΑ, βραβεύτηκε από πολλές ενώσεις επαγγελματιών και κριτικών, έχει προταθεί για 8 Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, β’ γυναικείου ρόλου, β’ ανδρικού ρόλου, μουσικής, μοντάζ, φωτογραφίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, αναμένουμε τα αποτελέσματα της Αμερικανικής Ακαδημίας κινηματογράφου σε ένα μήνα) και προβάλλεται από σήμερα στις ελληνικές αίθουσες.
Πρόκειται για μια στιβαρή δραματική ταινία, τη δεύτερη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη Μπάρι Τζένκινς ο οποίος έγραψε το σενάριο βασισμένος σε ένα κείμενο του θεατρικού συγγραφέα Tarell Alvin McCraney. Στην ουσία, το ‘’Moonlight’’, χωρίζεται σε τρία σαφώς διακριτά (οπωσδήποτε όμως ομοιογενή ως προς τη ροή του μοντάζ των Νατ Σάντερς- Τζόι ΜακΜίλαν) κεφάλαια που παρακολουθούν τη ζωή του Σαιρόν, ενός έγχρωμου που προσπαθεί να επιβιώσει και να βρει την ταυτότητά του σε ένα όχι και τόσο φιλικό περιβάλλον στο Μαϊάμι, μια περιοχή που γνωρίζει καλά και ο σκηνοθέτης μιας και ο ίδιος μεγάλωσε εκεί. Στο πρώτο κεφάλαιο θα συναντήσουμε το Σαιρόν σε ηλικία 9 ετών να συστήνεται με το ψευδώνυμο ‘’Little’’ (έτσι ονομάζεται και το ίδιο το κεφάλαιο). Στη συνέχεια θα τον δούμε κατά τη διάρκεια της εφηβείας του να έρχεται σε σύγκρουση με το σχολικό του περιβάλλον και να έχει τις πρώτες του ομοφυλοφιλικές εμπειρίες.
Από την πρώτη κιόλας σκηνή γίνεται κατανοητή η ένταση των ηρώων μέσα από το νευρώδη τρόπο που κινείται η κάμερα από το ένα πρόσωπο στο άλλο ενώ υπάρχουν σεκάνς σαν αυτή που ο μικρός Σαιρόν καταδιώκεται από τους συμμαθητές του που αυξάνουν την αγωνία στο κατακόρυφο. Την ίδια στιγμή αξιοποιούνται και οι παύσεις, τα βλέμματα και οι εκφράσεις των προσώπων των ερμηνευτών που έχουν να μας πουν πολλά για τον ψυχισμό των χαρακτήρων. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνεται κανείς ότι η κάμερα ακολουθεί τον ήρωα της σε απόσταση αναπνοής. Ο μικρός Σαιρόν μαθαίνει κολύμπι; Είναι κι αυτή εκεί και μας μεταφέρει την αίσθηση από τα κύματα της θάλασσας. Παλεύει με ένα συμμαθητή; Σχεδόν κυλιέται κι αυτή χάμου στο γρασίδι.
Αν και θα μπορούσε να έχει κάποιες πιο χαλαρές στιγμές (λ.χ. κάποιες κωμικές νότες μέσω ενός β’ χαρακτήρα), μολαταύτα, η ταινία του Μπάρι Τζένκινς πραγματεύεται με λυρισμό και τρυφερότητα το θέμα της ενώ δεν βιάζεται διόλου να μας μιλήσει για τον ήρωα της ως ομοφυλόφιλο. Εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει το σκηνοθέτη και σεναριογράφο είναι να αισθανθούμε αυτό το χαρακτήρα σαν έναν άνθρωπο που προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο. Έναν άνθρωπο που έχει να αντιμετωπίσει εκτός των άλλων και σοβαρότατα οικογενειακά προβλήματα καθώς η μητέρα του είναι ναρκομανής. Παιγμένη η εν λόγω γυναίκα με θάρρος από τη Ναόμι Χάρις, που ούτως ή άλλως σαν β’ ρόλος έχει γραφτεί με μεγάλη μαεστρία. Είναι από εκείνους τους υποστηρικτικούς ρόλους που κορυφώνονται σκηνή με τη σκηνή, μέχρι που στην τελική πια σκηνή τους δεν μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου.
Εν συνεχεία, δεν γίνεται να μη μιλήσει κανείς για την έξοχη χρήση της μουσικής που γίνεται σε αυτή την ταινία-από τη στιγμή μάλιστα που την επισήμανε και η Αμερικανική Ακαδημία κινηματογράφου ως άξια να χωρέσει στην πεντάδα με τις υποψηφιότητές της, παρόλο που όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για χρονιά που σε αυτό τον τομέα θα σαρώσει σίγουρα το ‘’La La Land’’.
Στην αρχή του ‘’Moonlight’’ η εσωτερική ένταση που υπογραμμίσαμε και πιο πάνω ότι βγαίνει από τη σκηνοθεσία, υποβάλλεται και μουσικά από κομμάτια όπως το ‘’Laudate dominum’’ του Μότσαρτ αλλά και από καινούριες μουσικές συνθέσεις του Nicholas Britell, όπως το πραγματικά έξοχο ‘’The middle of the world’’ που κι αυτό πατάει πάνω στους δρόμους της κλασικής μουσικής. Στο σημείο, πάλι, όπου συμβαίνει κάτι καθοριστικό για τη ζωή του ήρωα και λαμβάνει χώρα εντός του σχολείου, η μουσική γίνεται πιο αγωνιώδης ενώ στο ξεκίνημα του τρίτου μέρους όπου βλέπουμε έναν τελείως αλλαγμένο πια (τουλάχιστον στην όψη) Σαιρόν έχουμε χρήση της χιπ-χοπ. Ένα τραγούδι είναι, επίσης, εκείνο που θα παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πιο ωραία σκηνή του φιλμ, σε ένα εστιατόριο όπου ο Σαιρόν θα συναντήσει μετά από χρόνια μια παλιά του αγάπη. Θα εκφράσει συναισθήματα ανείπωτα για χρόνια, όπως άλλωστε και τα βλέμματα των δύο ανδρών.
Κι από εκεί οδηγούμαστε σε ένα τρυφερό έως και καθαρτικό θα μπορούσαμε να πούμε φινάλε, μιας ταινίας που ποτέ δεν κραυγάζει τη διαφορετικότητα του ήρωα της. Ενός ήρωα που έχεις αισθανθεί πάνω απ’ όλα σαν ένα συνάνθρωπό σου τόσο καλά που μένεις καθηλωμένος στο κάθισμά σου μέχρι το τέλος για να δεις πού θα καταλήξει η ιστορία του.