Είναι στιγμές που χάνομαι… μπερδεύω το χτες και το σήμερα τις έννοιες, τους όρους, τις μέρες. Είναι στιγμές που όλα με μπερδεύουν και με ζαλίζουν γλυκά. Ξέρω… Ξέρω πως σήμερα θα έπρεπε να σου μιλήσω, γιε μου, για μια επέτειο ιστορική, να σου μάθω για το τι γιορτάζει η πατρίδα μας, και πόσο περήφανοι είμαστε για τον Κολοκοτρώνη που μας λευτέρωσε και μείς μετά τον βάλαμε φυλακή. Να πηγαίνουμε εκδρομή στο Ναύπλιο και να θυμόμαστε, να ντρεπόμαστε! Θα έπρεπε… μα, ξέρεις πια καλά στα δέκα σου χρόνια πως δεν είμαι μια μαμά σαν τις άλλες, αγάπη μου. Είμαι μια μαμά, όπως λες, αερικό. Μια μαμά που φτιάχνει παραμύθια με εσένα πρωταγωνιστή αγόρι μου, που δεν λέει «ΜΗ» μα «ΚΑΝΕ» και ας πέσεις. Η ουσία είναι να μάθεις να σηκώνεσαι!
Μια μαμά που σήμερα θα σου πει τι είναι για αυτήν τούτη η επέτειος. Για μένα, Αντωνάκη μου, η 25η Μαρτίου θαρρώ είναι ένα πρωινό σε μια μικρή κουζίνα, που ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να μου φτιάξει μια κοτσίδα αξιοπρεπέστατη για την παρέλαση. Δεν τα κατάφερε ποτέ… Είχε χέρια μεγάλα και τραχιά, που τα αγαπούσα όμως πολύ γιατί μιλούσαν και ήταν φλύαρα! Με ανάστατη ατίθαση κοτσίδα -ίδια με μένα- κατεβαίναμε στην παρέλαση χέρι με χέρι. Μου αγόραζε πάντα ένα σημαιάκι χάρτινο και ένα μπαλόνι. Το σημαιάκι το φυλούσα, το μπαλόνι το έχανα επίτηδες (παράξενο παιδί που ένιωθα ότι τα μπαλόνια ανήκουν στους ουρανούς) Ο μπαμπάς μου, μου κρατούσε το χέρι σφιχτά να μην με χάσει μέσα στο πλήθος -κι ας τον έχασα εγώ γρήγορα. Ο μπαμπάς μου ζητούσε πάντα από τους μπροστινούς να κάνουν λίγο στην άκρη να βλέπει τα παιδάκι. Πως να δει το παιδάκι, το τόσο δα, δεν έβλεπε. Χάζευα πάντα τα λουστρίνια μου και έσφιγγα το χέρι του μπαμπά μου που ίδρωνε μέσα στο δικό μου από αγάπη! Μετά την παρέλαση, πάντα μπακαλιάρος σκορδαλιά, και ελληνική ταινία. Και μετά, καληνύχτες με φιλιά και παραμύθια και μια κοτσίδα μισοφτιαγμένη, που νύσταζε πολύ, και ένα μπαλόνι που πάλι έχασε το Αναστασάκι σου, μπαμπά.
Ναι… ναι, αγόρι μου όμορφο, ναι γιε μου… Για την μαμά σου, την μαμά αερικό, αυτή είναι η επέτειος της 25ης Μαρτίου. Το χέρι του μπαμπά μου, ένα μπαλόνι, ένα φαγητό που μοσχομύριζε όσο τηγανιζόταν, μια κοτσίδα ανάστατη από έναν άντρα που ήταν… η σημαία μου, τελικά! Έναν άντρα που ήταν ο δικός μου μπαμπάς και με έκανε όπως είμαι. Μια μαμά-παιδί, γιε μου, που «όχι» δεν σου λέει. Φωνάζει «Ζήσε!». Φωνάζει να είσαι περήφανος για το ότι παρέλασες και φέτος, Ελληνόπουλό μου εσύ, όμορφο με έναν ήλιο επαναστάτη να σου χαϊδεύει τα μαλλιά, κι ας έχασες το βήμα. Το ραντεβού με το αύριο να μην χάσεις, μάτια μου! Αυτό… Όχι!