Cold War, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Τι δήλωσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, Κατερίνα Σταματελοπούλου

Τι δήλωσαν οι ελληνικές επιχειρήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό

Παρότι υπάρχει αξιοσημείωτη πρόοδος των ελληνικών επιχειρήσεων ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, οι επιχειρήσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση των εργαζομένων, την καλύτερη αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα...

Από τις μεγάλες κινηματογραφικές στιγμές της χρονιάς. Και όχι μόνο. Από εκείνα τα έργα που χαίρεσαι που είσαι ζωντανός- νιώθεις σχεδόν ευλογημένος- και τα παρακολουθείς σε μεγάλη οθόνη, που τα σκέφτεσαι για μέρες μετά την έξοδο από την προβολή, που κάνουν την καρδιά σου να χτυπά σαν ταμπούρλο.

Μια ιστορία καταραμένου έρωτα από την Πολωνία και ένα σενάριο του Πάβελ Παβλικόφσκι που από εδώ και στο εξής θα πρέπει μάλλον να διδάσκεται στις σχολές- περί του πώς μπορούμε να γράψουμε κάτι πλήρες με απλότητα και αφηγηματική οικονομία. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος είναι η επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ του 2019, αναμένουμε να δούμε εάν θα τον δούμε στην αντίστοιχη πεντάδα και εάν σε δεύτερο επίπεδο αναγνωριστεί αυτή η μανιμαλιστική του γραφή με υποψηφιότητα στην κατηγορία του σεναρίου.

Πρόκειται για μία από εκείνες τις ιστορίες όπου θα μπορούσαν κάλλιστα να δώσουν μέχρι και μια ταινία επικής διάρκειας, σαν το Όσα παίρνει ο άνεμος, το Δόκτορα Ζιβάγγο και τους Κόκκινους. Καλούμαστε, όμως, να αναλύσουμε το συγκεκριμένο πολωνικό έργο, οπότε ας μείνουμε μακριά από υποθέσεις. Ο Πάβελ Παβλικόφσκι έχει επιλέξει συνειδητά να ξεκινήσει την ταινία του με ένα παραδοσιακό πολυφωνικό τραγούδι- πέρα για πέρα νταλγκαδιάρικο. Τέτοια θα είναι και η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε για την επόμενη μιάμιση (σχεδόν) ώρα. Η δε μουσική και ιδιαιτέρως η παραδοσιακή παίζει κεντρικό ρόλο αφού το ρομάντζο θα ξεκινήσει μέσα από ένα θίασο καλλιτεχνών στην Πολωνία του 1949. Και καθώς είναι περισσότερο μια ταινία των εικόνων, το τι παρελαύνει μπροστά από τα μάτια μας στο πρώτο μέρος της ταινίας, δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με λόγια. Με τη σκηνογραφία, την ενδυματολογία αλλά και τη φωτογραφία- στην οποία έχουν παράδοση οι πολωνοί- του Λούκας Ζαλ (υποψήφιος για Όσκαρ για τη δουλειά του στην Ida- όχι άδικα- αχ το ασπρόμαυρό του!) να κάνουν θαύματα και να μας εισάγουν μέσα στα μπουλούκια της εποχής, στους χορούς και στα τραγούδια τους. Γνωριζόμαστε αρχικά με το μαέστρο, Βίκτωρ, όπου είναι σε αναζήτηση νέων λαϊκών ταλέντων για τη συνέχεια της περιοδείας. Ανάμεσα στα πολλά απλά κορίτσια, εκείνος θα ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή τη Ζούλα.

Ο σκηνοθέτης έχει μεν γράψει μαζί με τους συνεργάτες του ένα αψεγάδιαστο σενάριο- όπου πραγματικά η κάθε σκηνή προωθεί την ιστορία ένα βήμα παραπέρα- αλλά ταυτοχρόνως έχει και δυο ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους όπου κολλάνε μεταξύ τους, δημιουργώντας αυτό το καταπληκτικό ρομαντικό ζευγάρι. Είναι ο Τόμας Κοτ και η Γιοάνα Κούλιγκ. Τα πάντα παίζονται στο βλέμμα. Γι’ αυτό και ο Παβλικόφσκι επιλέγει στο πρώτο μέρος του φιλμ να εστιάζει σε εκείνο του Βίκτορα- ήδη από τη σκηνή της οντισιόν, σε εκείνες όπου διευθύνει μοιάζοντας να κοιτάει συνεπαρμένος το πλήθος των καλλιτεχνών ενώ τα μάτια του ένα πρόσωπο αναζητούν και τέλος σε εκείνο μετά τη μεγάλη παράσταση όπου και η (σύντομη) πρώτη ερωτική σκηνή τους. Το δε κορίτσι είναι ένα τυπικό δείγμα της ομορφιάς των γυναικών του πρώην ανατολικού μπλοκ- μπορούμε δηλαδή να καταλάβουμε γιατί ο άλλος σχεδόν τρελαίνεται. Έχει υπέροχη φωνή- τόσο στην παραδοσιακή εκτέλεση ενός τραγουδιού όσο και σε διασκευή του που θα ακουστεί στο δεύτερο μέρος-, εκπέμπει αισθησιασμό ενώ ενδυματολογικά θα περάσει από το επαρχιώτικο ντύσιμο, στις παραδοσιακές ενδυμασίες του θιάσου και τέλος στα φορέματα των σκηνών στο Παρίσι αλλά και της μουσικής σκηνής πίσω ξανά στη Πολωνία.

Ω, ναι. Αυτός ο έρωτας θα περάσει από πολλούς σταθμούς και από σαράντα κύματα. Δεν είναι μονάχα η πλανόδια ζωή του καλλιτέχνη αλλά και το ψυχροπολεμικό πολιτικό σκηνικό. Βρίσκονται, χάνονται και όταν ξαναβρίσκονται μπαίνουν στη μέση μέχρι και οι προσωπικές ανασφάλειες. Στο Παρίσι, λοιπόν. Εκείνος όλα αυτά τα χρόνια μόνο Εκείνη περίμενε, καμία άλλη δεν μπόρεσε να αγαπήσει πραγματικά- το έχει γράψει στο πρόσωπό του όλο αυτό ο θαυμάσιος ηθοποιός. Είναι οι σκηνές στο Παρίσι όπου κάνουν μεγάλη αντίθεση με αυτές στην Πολωνία: το Παρίσι είναι όντως η πόλη του φωτός, με τους διανοούμενους της και τα τζαζ κλαμπ. Εκεί μέσα, όμως, η Ζούλα αισθάνεται έξω από τα νερά της- μπορεί κανείς, άραγε, εκτός της γλώσσας του;-, φοβάται ότι δεν έχει τις ικανότητες του συντρόφου της, σαν να μην της αρέσει όλο αυτό το δούναι και λαβείν των χώρων της μουσικής, σιγοβράζει μέχρι που φτάνει σε σκηνή χορού ροκ εν ρολ- εκτόνωσης (ορίστε που επανέρχεται συνεχώς η λειτουργία της μουσικής στην ταινία, που λέγαμε, έχει κι εκείνος σκηνή εκτόνωσης με τζαζ αυτοσχεδιασμό στο πιάνο!). Κάπως έτσι φτάνουμε στο τελευταίο μέρος του φιλμ όπου αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά μέσα από το ρόλο του Βίκτωρα το ποιόν του αληθινού καλλιτέχνη: όταν αγαπήσει πραγματικά, δεν λογαριάζει από καριέρες, καλή ζωή και δόξες. Περνάει μέσα ακριβώς από την καρδιά της Κόλασης προκειμένου να διατηρήσει ζωντανό εκείνο που μετράει πιο πολύ στη ζωή: μια μεγάλη αγάπη.

Καθώς πηγαίνουμε καρφί για το φινάλε όπου ο κλοιός στενεύει (μέχρις αδιεξόδου) για το ζευγάρι, εμείς αναθεματίζουμε τους δύσκολους καιρούς και ο έρωτας τους τελικά ανυψώνεται με τέτοιο τρόπο που ποια καρδιά δεν θα ραΐσει;
(Σ. σ. Κι έτσι κι εμείς στη ζούλα αφιερώνουμε κάπου-κάπου έργα σαν αυτά στη δική μας ‘’Ζούλα’’… Αυτοδικαίως στη δική μου.-

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα