Να πούμε μερικά λόγια για την καινούρια ταινία του Σουηδού Ρούμπεν Έστλουντ που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο πρόσφατο φεστιβάλ Καννών αλλά επίσης σάρωσε και στις πιο σημαντικές κατηγορίες των βραβείων της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Ας ξεκινήσουμε προσπαθώντας να εντάξουμε το Τετράγωνο σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Διότι είναι κάπως αλλόκοτο να ανοίγεις προγράμματα κινηματογράφων και να βλέπεις ότι την κατατάσσουν στην κατηγορία της κωμωδίας. Ακούς έπειτα θεατές στη διάρκεια του διαλείμματος που είναι γεμάτοι απορία καθώς όταν τοποθετείς ένα έργο στο είδος της κωμωδίας, το μυαλό των περισσότερων θεατών πηγαίνει στην ξέφρενη κωμωδία με τα γκάγκς και ούτω καθεξής. Γνώμη μας είναι ότι θα πρέπει να την τοποθετήσουμε σε εκείνη την υποδιαίρεση της κωμωδίας που ονομάζεται σάτιρα και που αρκετές φορές έχει διαφορετικό τόνο, τρόπο γραψίματος και μοντάζ από τη συνηθισμένη κωμωδία. Και είναι και το είδος εκείνο όπου μπορεί κάποιος σεναριογράφος που επιθυμεί να ενταχθεί στους δημιουργούς- auteur να αναπτύξει περισσότερο ένα δικό του ύφος, όπως έκανε παλιότερα ο Ζακ Τάτι ή πιο μετά ο Ρόι Άντερσον. Ναι, έχουμε να κάνουμε με μια τέτοια σάτιρα.
Το Τετράγωνο ξεκινά από το ειδικό- από την καθημερινότητα δηλαδή ενός επιμελητή εκθέσεων μοντέρνας τέχνης- και όμως περνά και στο γενικό, μιλάει για τύπους των σύγχρονων κοινωνιών, μιλάει για την καχυποψία που επικρατεί πλέον απέναντι στο συνάνθρωπο και πάλι στο φινάλε καταφέρνει και μετατρέπει μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο σεναριακής γραφής τον πρωταγωνιστή σε αριστοτελικό ήρωα. Είναι πέρα για πέρα θετικό στην εποχή μας να συζητιούνται ταινίες σαν αυτή του Έστλουντ όπου καυτηριάζουν τους ανθρώπους της σύγχρονης τέχνης που δυάρα τσακιστή δεν δίνουν για τα προβλήματα των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων παρά αναλώνονται σε πρόκληση για την πρόκληση (πλέον και με τη βοήθεια των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης) και τάχα μου βαθυστόχαστες συζητήσεις περί τέχνης/ μη τέχνης. Και πάνω σε αυτό δίνονται σκηνές ανθολογίας όπως αυτή με τον περφόρμερ που τραβά την προσοχή των θεατών ήδη από την προωθητική αφίσα της ταινίας.
Ο Κλάες Μπανγκ κουβαλά σχεδόν όλη την ταινία στους ώμους του και πετυχαίνει κυρίως χρησιμοποιώντας το πρόσωπο και ιδίως τα μάτια του να περνά από το δράμα στη λεπτή ειρωνεία και υπονόμευση του ήρωα του ενώ τον θαυμάζεις οπωσδήποτε στις μεγάλες σκηνές που έχει με την Ελίζαμπεθ Μος (και πόσο σωστός σχολιασμός για τη σύγχρονη σεξουαλική ζωή μας αυτές οι σκηνές!) όπως επίσης και στο μονόλογο μπροστά από την οθόνη του κινητού. Νίκη, λοιπόν, και του σεναριογράφου- σκηνοθέτη να τον καταφέρει να παίξει σε ένα έργο σουρεαλιστικών αποχρώσεων εντελώς ρεαλιστικά. Παίζει κι αυτό το ρόλο του στη σάτιρα.
Και καθώς Τετράγωνο ονομάζει την ταινία του, ο Έστλουντ το έχει αυτό συνεχώς στο μυαλό του επαναφέροντας το μοτίβο μέσα από τα κινηματογραφικά του κάδρα, τις κινήσεις της κάμερας καθώς επίσης και με τη συμβολή της σκηνογραφίας- τιμήθηκε η Τζοζεφίν Έσμπεργκ από την ευρωπαϊκή Ακαδημία. Ναι, ο υπογράφων θα μπορούσε να πει ότι ως Έλληνας που είναι μπορεί μεν να μην απόλαυσε στο έπακρο τη θερμοκρασία και τον τόνο της ταινίας, αλλά σε κάθε περίπτωση θαύμασε το καλλιτεχνικό αυτό κομμάτι χωρίς το οποίο η σάτιρα θα έμενε μισή. Τη σκηνογραφία-τονίζουμε και πάλι. Και ειδικότερα στους χώρους του μουσείου μοντέρνας τέχνης με όλα αυτά τα περίεργα εκθέματα από χώμα ή την αίθουσα με τις σχολικές καρέκλες- εκθέματα όπου σε σκηνή λογομαχίας του Μπανγκ με τη Μος «σχολιάζουν» μέσω ήχων την κατάσταση. Τα ίδια έχουμε να πούμε, βέβαια, και για το ενδυματολογικό τμήμα που προσέχει και τον παραμικρό κομπάρσο ακόμα.
Όλα στην εντέλεια, λοιπόν. Μόνο που χρειάζεται να πας υποψιασμένος για το ύφος της σάτιρας που θα παρακολουθήσεις καθώς και την υπομονή των δύο ωρών και είκοσι λεπτών που προϋποθέτει αυτό το κινηματογραφικό ταξίδι.