Αυτή η κινηματογραφική σεζόν έχει πολλή μουσική. Αυτή τη φορά μας απασχολεί η πολυαναμενόμενη βιογραφική ταινία Bohemian Rhapsody. Οι φανατικοί των Queen και του Φρέντι Μέρκιουρι θα σπεύσουν. Όμως, σε γενικές γραμμές, είναι από εκείνα τα έργα που ενώ θα μπορούσαν να δώσουν κάτι μεγάλο κινούνται στη φάση «σπουδαίο δεν είναι, αλλά δεν πάει και ο χρόνος σου χαμένος».
Στο τιμόνι της σκηνοθεσίας βρίσκεται ο ικανός Μπράιαν Σίνγκερ ενώ το σενάριο υπογράφουν οι υποψήφιοι για Όσκαρ Άντονι ΜακΚάρτεν (Η θεωρία των πάντων) και Πίτερ Μόργκαν (Frost/Nixon, The Queen). Και καθώς τα πάντα-καλά ή άσχημα- ξεκινούν από το γράψιμο, το ίδιο συμβαίνει και εδώ όπου το σενάριο σε καμία των περιπτώσεων δεν θα το χαρακτήριζες κορυφαίο. Θα πρέπει μάλλον να πιστέψουμε εκείνα που ακούγονται περί ρόλου-κλειδιού των εναπομεινάντων μελών του συγκροτήματος ως προς το πώς ακριβώς θα παρουσιαστεί η ιστορία τους στη μεγάλη οθόνη. Ήταν, επίσης, εκείνοι που ανησυχούσαν για το εάν θα έπαιρνε το ρόλο του Μέρκιουρι ο Σάσα Μπάρον Κοέν. Φοβήθηκαν ότι ο ηθοποιός θα ήθελε να εστιάσει στην σεξουαλική ζωή και τις κραιπάλες (εδώ μπορείς να τους δώσεις ένα πόιντ, γιατί όταν έχεις να κάνεις με τέτοια είδωλα πρέπει κυρίως να μιλήσεις για εκείνο που τα έκανε να μας καταλαβαίνουν, για εκείνο που έφεραν εντός τους και το πρόσφεραν στον κόσμο και που τους κάνει να εμπνέουν μέχρι σήμερα). Ίσως η θητεία του Κοέν στη σάτιρα να τόνιζε ακόμα περισσότερο το εξτράβαγκανς της προσωπικότητας του Μέρκιουρι, από την άλλη όμως έχει δείξει σε ταινίες όπως το Hugo του Σκορσέζε ότι μπορεί να κινηθεί και σε πιο συγκρατημένους- δίχως υπογραμμίσεις- ερμηνευτικούς δρόμους.
Ας μη φλυαρήσουμε περαιτέρω. Ας κρίνουμε εκείνο το οποίο είδαμε στην οθόνη μας. Αφήγηση στρωτή, λεπτομέρειες από τις σχέσεις που είχαν οι Queen κατά τη διάρκεια των θρυλικών ηχογραφήσεων αλλά με τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από τον τραγουδιστή τους, το Φρέντι Μέρκιουρι. Ουσιαστικά η ταινία έχει να κάνει με εκείνον. Με τα πρώτα του ξεκινήματα, τις σχέσεις με τους παραδοσιακούς Ζωροάστρες γονείς του, την πάλη εντός του σχετικά με την αναζήτηση της σεξουαλικότητας του αλλά και με τους δαίμονές του, τη διάθεσή του, τέλος, να δώσει αυτό το σόου μπροστά στον κόσμο. Ίσως εκεί να βρίσκεται και το βασικό πρόβλημα αυτού του σεναρίου. Το ότι είναι αβανταδόρικο μονάχα για τον πρωταγωνιστή του- οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ρόλους δεν διαθέτουν κορυφώσεις και πραγματικά μεγάλες σκηνές οπότε ως έργο στο τέλος αισθάνεσαι ότι κάτι του λείπει… Παρόλα αυτά η συναισθηματική φόρτιση είναι παρούσα, ιδιαιτέρως σε σκηνές όπως της αποκάλυψης εκ μέρους του Μέρκιουρι στη σύζυγό του Μαίρη- με την οποία αν και χώρισαν, διατήρησαν όμως εσαεί φιλική σχέση- ότι είναι αμφιφυλόφιλος αλλά και στην τελική τους σκηνή όπου εκείνη πάει και τον βρίσκει στο Μόναχο. Ειδικά σε αυτή τη δεύτερη όπου λαμβάνει χώρα μέσα στη βροχή… θυμόμαστε εκείνο το «μια βροχή για ατμόσφαιρα» που έλεγε ο Νίκος Νικολαΐδης.
Δεν χρειάζεται μετά από τα παραπάνω και πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι ερμηνευτικά στην ταινία ξεχωρίζει ο Ράμι Μάλεκ. Με τη βοήθεια της ενδυματολογίας και του μακιγιάζ πετυχαίνει μια άψογη- σχεδόν τρομακτική- μεταμόρφωση ενώ επίτευγμα του ηθοποιού είναι που καταφέρνει να πάλλεται από εκείνη την ενέργεια που διέθετε κι ο Μέρκιουρι. Και πώς τοποθετεί τη φωνή του! Πώς αρθρώνει τις τρυφερές προσφωνήσεις, τα σκληρά λόγια στους επίδοξους «περιβαλλοντολόγους» αλλά και τις χιουμοριστικές ατάκες! Οι σεναριογράφοι έχουν σκεφτεί πολλές σκηνές όπου βοηθούν την κάμερα του Σίνγκερ να είναι σε συνεχή κίνηση (βλέπε σεκάνς περιοδείας) με αποκορύφωμα την τελική σκηνή του λάιβ της μπάντας στο Live Aid του 1985. Εκεί-ναι- έχουμε μια τέλεια αναπαράσταση του ιστορικού λάιβ με τις κινήσεις της κάμερας, τον ήχο, το μοντάζ (ο μοντέρ Τζον Ότμαν είναι επίσης και μουσικός οπότε γνωρίζει δύο φορές καλά από τέμπο που ούτως ή άλλως πρέπει να έχει ένα μοντάζ) και την ενέργεια του ηθοποιού να συντονίζονται , να γίνονται ένα.