Με την επιστροφή μας μετά τη σιωπή διαρκείας του καλοκαιριού, θα μιλήσουμε για την επιστροφή του Σπάικ Λι στη δραματουργία με ένα αστυνομικό φιλμ που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Αυτή η ιστορία του πρώτου Αφροαμερικανού ντετέκτιβ του αστυνομικού τμήματος του Κολοράντο Σπρινγκς βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας του Λι που στα ελληνικά μεταφράζεται ως Η Παρείσφρηση.
Θα πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας τα όσα γράφονται σε ιστοσελίδες του διαδικτύου σχετικά με το πόσο ακριβές είναι το έργο του Λι, το πόσο πιστό στην πρωτότυπη ιστορία όπως την αφηγείται ο πραγματικός ντετέκτιβ Ρον Στάλγουορθ στο βιβλίο του. Ναι, ο Λι μαζί με τους συνεργάτες του στο σενάριο έχουν πάρει κάποιες ελευθερίες καθώς έχουμε και μεταφορά από ένα είδος σε άλλο. Τοποθετούν επί παραδείγματι την ιστορία στις αρχές των ‘70’ς ενώ αυτή έλαβε πραγματικά χώρα στα τελειώματα της δεκαετίας, παρουσιάζουν ως Εβραίο τον ένα αστυνομικό, είναι όμως όλες αυτές ελευθερίες οι οποίες λειτουργούν υπέρ της δραματουργίας και φυσικά προς την πολιτική κατεύθυνση που θέλουν να δώσουν οι σεναριογράφοι πάντα μέσα από το αστυνομικό είδος (αστυνομικό δράμα με στοιχεία ειρωνείας). Έτσι, σε περίπτωση που το δούμε να φτάνει μέχρι τις υποψηφιότητες της Ακαδημίας για το διασκευασμένο σενάριο όλα αυτά θα πιστωθούν στα θετικά της αφήγησης (υπάρχει ένα μικρό «αλλά» για το φινάλε, προσοχή σπόιλερς στην τελευταία παράγραφο).
Διότι εδώ έχουμε κινηματογράφο και όχι κάποιο μάθημα Αμερικανικής ιστορίας. Αν δοθεί και το έναυσμα για εμάς τους νεότερους βλέποντας μια τέτοια ταινία να ψαχτούμε περισσότερο σχετικά με τη ρατσιστική αντιμετώπιση των μαύρων πολιτών στις ΗΠΑ από αστυνομικούς και την Κου- Κλουξ- Κλαν, τόσο το καλύτερο. Ο Σπάικ Λι δεν λησμονεί ότι κάνει σινεμά. Θα πρέπει να θαυμάσετε τα πλάνα του στις σκηνές στα κεντρικά του αστυνομικού τμήματος, ιδίως το πώς μας «καρφώνει» αυτό το τηλέφωνο μέσω του οποίου ο μεν Αφροαμερικανός θα επικοινωνεί με τους ιθύνοντες της ΚΚΚ ενώ ο συνεργάτης του θα παρουσιάζεται με το δικό του όνομα τάχα μου και δήθεν ότι ενδιαφέρεται για να πάρει μέρος στον αγώνα υπέρ της άριας φυλής και κατά των «βρωμιάρηδων νέγρων». Εδώ το δίδυμο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον και Άνταμ Ντράιβερ δένει πολύ καλά με τον πρώτο όμως να έχει ένα περισσότερο αβανταδόρικο ρόλο και το δεύτερο να παίζει σαν ήρεμη δύναμη, με συγκρατημένα τα εκφραστικά μέσα. Του το επιβάλει ούτως ή άλλως και ο ρόλος του undercover πράκτορα. Στις σκηνές όπου τα ρεμάλια της ΚΚΚ τον ανακρίνουν, είμαστε στην τσίτα.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας είναι το γεγονός ότι το αστυνομικό της πλοκής μας καθηλώνει την ίδια στιγμή που το σενάριο μας γνωρίζει δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους: τους μισαλλόδοξους επαρχιώτες της ΚΚΚ από τη μία (και πώς γράφει τις λεπτομέρειές τους, ότι είναι μέθυσοι ή οι γυναίκες τους εντελώς ανεγκέφαλες- η σκηνή της κρεβατοκάμαρας) και από την άλλη φοιτητές που παλεύουν για την απελευθέρωση των μαύρων από τη λευκή καταπίεση ή ευσυνείδητους ντετέκτιβ σαν αυτόν της ιστορίας μας.
Το φιλμ έχει νεύρο, γρήγορο μοντάζ, ο Σπάικ Λι είναι άνθρωπος που λατρεύει το μέσο κι αυτό φαίνεται από το πώς κινεί την κάμερά του μέχρι το πώς συνεργάζεται με τους υπόλοιπους τομείς για να κάνει τις αναφορές του στο blaxploitation σινεμά της δεκαετίας τoυ’ 70 και όχι μόνο. Διότι δεν λείπει και το «καρφί» εναντίον της ταινίας του Γκρίφιθ Η γέννηση ενός έθνους (1915). Να αγιάσει το στόμα του. Που οι περισσότεροι θεωρητικοί στέκονται στα τότε επιτεύγματα της ταινίας, βάζοντας κάπως στην άκρη το ρατσιστικότατο περιεχόμενό της. Να μη λησμονήσουμε να πούμε σχετικά με την πρωτότυπη μουσική του Τέρενς Μπλάνχαρτ όπου βοηθά στην ανασύσταση του κλίματος της εποχής και γι’ αυτό διόλου απίθανο να τον εξετάσει πολύ προσεκτικά η Ακαδημία για τις προσεχείς υποψηφιότητές της.
Θα ψυχαγωγηθείτε, με ένα μικρό «αλλά» που αφορά στον επίλογο του έργου που διαλύει την κινηματογραφική ψευδαίσθηση και -όπως και πολλά άλλα φιλμ της τελευταίας δεκαετίας που βασίζονται σε πραγματικές ιστορίες- το πάει προς το ντοκουμέντο και τον εύκολο συναισθηματισμό ενώ όλα όσα είχαν υπονοηθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσω ατακών ώστε να κάνουμε τη σύνδεση του «τότε» με το «τώρα» ήταν πέρα για πέρα εύστοχα. Και όπως λέει και ένας πολύτιμος φίλος: «Ο υπαινιγμός είναι πάντα πιο δυνατός από την άμεση κατονομασία».