Χρυσός Φοίνικας για τον 80άχρονο Κεν Λόουτς και την τελευταία δυνατή πολιτική ταινία του, ‘’Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ’’. Και να φανταστείτε ότι μετά τη βράβευσή της στις Κάννες κάποιοι είχαν ξεκινήσει τα ‘’ναι μεν, αλλά…’’.
Κι όμως, κατά την άποψή μας, είναι σημαντικό σε αυτές τις περιόδους να υπάρχει αυτό το σινεμά και να βραβεύεται, πολλώ δε μάλλον όταν η βράβευση συνοδεύεται από δηλώσεις σαν κι αυτή που έκανε ο Λόουτς: ”Ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει, από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό που απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων, από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις και μία από αυτές είναι να καταγράφει τη διαμαρτυρία των ανθρώπων, τους ανθρώπους ενάντια στην εξουσία”.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι και ο Ντάνιελ Μπλέικ, ένας χήρος ξυλουργός που πέρασε πρόσφατα κάποιο καρδιακό επεισόδιο και θέλει να διεκδικήσει από το κράτος το επίδομα που δικαιούται. Ενώ οι γιατροί και οι φυσιοθεραπευτές του τον κρίνουν ανίκανο να εργαστεί προς το παρόν, το κράτος διατείνεται ότι είναι ικανός για εργασία. Ο κύριος Μπλέικ θα έρθει σε σύγκρουση με ένα γραφειοκρατικό σύστημα, απάνθρωπο και αρτηριοσκληρωτικό όσο δεν πάει. Την ίδια περίοδο θα γνωρίσει την άπορη Κέιτι (την υποδύεται η Χέιλι Σκουάρες που έχει χημεία στην οθόνη με το συμπρωταγωνιστή της) ,μια νεαρή μητέρα με δυο παιδιά που θα τη βοηθήσει ανιδιοτελώς. Ο ευγενικός κύριος Μπλέικ θα της συμπεριφερθεί σαν να ήταν η κόρη που ποτέ δεν απέκτησε.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε το Ντέιβ Τζονς μάλλον στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση μιας και κοιτάζοντας κανείς το βιογραφικό του θα αντιληφθεί ότι είναι ένας stand-up comedian που έχει κάνει μερικές εμφανίσεις στην τηλεόραση. Άψογα καθοδηγούμενος από τον Κεν Λόουτς πετυχαίνει να κουβαλήσει στο βλέμμα του όλο τον πόνο του μέσου ανθρώπου που οι μηχανισμοί του κράτους τον βλέπουν μονάχα σαν ένα Εθνικό Αριθμό Ασφάλισης. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει το χιούμορ, ειδικότερα στο πρώτο μέρος της ταινίας όπου υπάρχει και μια χαρακτηριστική σεκάνς με τον ήρωα να αναμένει στο ακουστικό του για 1 ώρα και 48 λεπτά προκειμένου να συνδεθεί με μια υπηρεσία (οικεία σκηνή, έτσι;). Παράλληλα, ο χαρακτήρας ολοκληρώνεται με μια σκηνή διαμαρτυρίας καθώς και δυο μονολόγους ,εκείνον όπου ο Ντάνιελ Μπλέικ μιλά για τη γυναίκα του την οποία φρόντιζε μέχρι την τελευταία της πνοή και έναν στο κλείσιμο της ταινίας.
O Κεν Λόουτς έχει εντοπίσει τα προβλήματα (προερχόμενα ως επί το πλείστον από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών) που ταλανίζουν τους ανθρώπους των σύγχρονων κοινωνιών. Και κάνει ένα λαϊκό σινεμά καταγγελίας που καθηλώνει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ.