Ουφ! Ένα διάλειμμα από τις οσκαρικές αναλύσεις για να μιλήσουμε για την καινούρια, πολύ καλή ταινία του Φατίχ Ακίν. Το Μαζί ή Τίποτα, όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, δίνει ένα δυνατό γερμανόφωνο ρόλο στην Νταϊάν Κρούγκερ ενώ προσφέρει στο θεατή- εκτός από τα προφανή αντιναζιστικά σχόλια- μια σφιχτοδεμένη πλοκή που παρακολουθείται μέχρι το τελικό twist (γύρισμα) με αμείωτο το ενδιαφέρον.
Η Κρούγκερ δίνει σάρκα και οστά στην Κάτια, Γερμανίδα που είναι παντρεμένη με έναν Τούρκο που αποτελεί υπόδειγμα επανένταξης έπειτα από μια περίοδο που πέρασε φυλακισμένος για υποθέσεις ναρκωτικών. Στα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας συμβαίνει κάτι μοιραίο. Ο σύζυγος μαζί και το παιδί πεθαίνουν από βόμβα που εκρήγνυται έξω από το γραφείο του πρώτου. Μπλεξίματα με μαφίες μεταναστών ή μήπως ναζιστική επίθεση;
Από εκεί και έπειτα όλο το έργο ουσιαστικά είναι πάνω στο πρόσωπο της Κρούγκερ- ο πιο αβανταδόρικος ρόλος του φιλμ-, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι καλογραμμένοι και οι υπόλοιποι. Από τις πρώτες στιγμές πριν την οριστική αναγνώριση των θανόντων (στη σκηνή της λιγοθυμίας) μέχρι το θρήνο και την απόγνωση (στο σπίτι όπου οι κινήσεις της κάμερας ιδίως στις σκηνές στο σαλόνι είναι νευρώδεις) και από εκεί στην αναζήτηση δικαιοσύνης και την τελική εκδίκηση η πρωταγωνίστρια φαίνεται να βουτάει με όλη της την ψυχή στο ρόλο, να βάζει στην άκρη την εικόνα της ωραίας για να βγάλει από μέσα της την αφοσιωμένη τραγική μάνα που δεν μπορεί πια να διανοηθεί τη ζωή χωρίς τους δικούς της. Χρησιμοποιεί τους μύες τους προσώπου της για να δηλώσει στο θεατή την απόγνωση, το πένθος, το γοερό κλάμα- φυσικά- αλλά και εκείνον το δυναμισμό σε συνδυασμό με το αίσθημα εκδίκησης που τα βλέπουμε πολύ καλά στο βλέμμα της στην (καταλυτική) σκηνή με το δικηγόρο στο μπαρ- όπου και η ένταση της μουσικής συντονίζεται με την ψυχική της κατάσταση.
Το έργο χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία κεφάλαια, ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται ερασιτεχνικά βίντεο από τη ζωή της οικογένειας πριν το μοιραίο. Σαν κάποιες μικρές ανάσες, δηλαδή, για το θεατή που καλείται να παρακολουθήσει ένα βαρύ δράμα, νταλκαδιάρικο, από εκείνα που μόνο ο Φατίχ Ακίν θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει. Οι διάλογοι στο δικαστήριο είναι γραμμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να απολαμβάνει κανείς την παρακολούθηση των λογομαχιών ενώ την ίδια στιγμή αυξάνεται και η αγωνία για το εάν θα κατηγορηθούν οι ύποπτοι νεοναζιστές. Σε αυτό το μέρος του φιλμ υπάρχουν πολλοί μικροί αλλά άψογα γραμμένοι ρόλοι, με τον δικηγόρο του Ντένις Μοσκίτο να ξεχωρίζει (καταφέρνει να μας δώσει- με βάση και το σεναριακό υλικό- ότι εκτός από δικηγόρος είναι και πραγματικός φίλος της οικογένειας). Συνήγορος υπεράσπισης των νεοναζί αναλαμβάνει ο ηθοποιός Γιοχάνες Κρις ο οποίος όντως μάς κάνει αντιπαθητικό έναν συνήγορο που για να κερδίσει χρόνο για τους ένοχους πελάτες του επιζητά τις χρονοτριβές, το ψείρισμα και τη συντηρητική συνθηματολογία. Η ταινία γενικότερα στέκεται κριτικά απέναντι στα δικαστήρια και την ικανότητά τους να αποδώσουν άμεσα και αποτελεσματικά τη δικαιοσύνη- ακόμα και σε περιπτώσεις που βγάζουν μάτι, όπως αυτή της ιστορίας μας.
Στους ρόλους μαρτύρων-κλειδιών οι Ούλριχ Τουκούρ και ο Έλληνας σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης. Αυτός κι αν είναι ρόλος-κλειδί. Γιατί; Διότι θα τονίσει και πάλι το πώς συνδέονται οι νεοναζιστικές οργανώσεις στην Ευρώπη και καλύπτουν η μια την άλλη στις βρωμιές τους. Δεν του έχει βάλει πολλές ατάκες, αρκούν όμως αυτές για να συμπυκνώσουν τη συμπεριφορά του μέσου χρυσαυγίτη ψηφοφόρου (ο συγκεκριμένος δεν είναι απλά «μέσος», όπως θα δείτε) που ισχυρίζεται πως είναι «ένα δημοκρατικό κόμμα, εκλεγμένο απ’ τον ελληνικό λαό».
Όπως και να’ χει, στο τελευταίο μέρος της ταινίας βρισκόμαστε στην Ελλάδα. Ναι, σωστά διαβάσατε. Όχι όμως σε σκηνικό καρτ-ποσταλικό, έχει πλέον αρχίσει να χειμωνιάζει εδώ και η Κάτια έρχεται με απειλητικές διαθέσεις. Και είναι σε αυτό το τελευταίο μέρος που θα αντιληφθούμε ότι η ηρωίδα μας είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο ακόμα μπορούσαμε να φανταστούμε και το σενάριο ακολουθεί χιτσκοκικές γραμμές όπου μας σπρώχνει αρχικά προς μια κατεύθυνση για να μας οδηγήσει τελικά σε ένα τελικό μπαμ που δεν το είχαμε φανταστεί ακριβώς έτσι.