ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (απόδοση στη νέα ελληνική στ. 845-960, του Παναγιώτη Λιάκου)

Δημοσιεύθηκε

Η Λυσιστράτη αποτελεί το τρίτο κατά σειρά έργο μετά από τους Αχαρνείς και την Ειρήνη όπου ο Αριστοφάνης κάνει αίτημα για τερματισμό του πολέμου και συμφιλίωση των Ελλήνων. Με πρωτοβουλία της Αθηναίας Λυσιστράτης, συγκεντρώνονται γυναίκες από την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Θήβα και τη Σπάρτη και αποφασίζουν εκτός του να καταλάβουν την Ακρόπολη των Αθηνών να απέχουν από οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με τους άντρες τους προκειμένου να τους αναγκάσουν να υπογράψουν ειρήνη. Παράβαση δεν υπάρχει σε αυτό το έργο, ενώ έχει δύο Χορούς, έναν γέρων αντρών και ένα γυναικών.
Άριστοφάνης
Όπως σημειώνει ο Κώστας Βάρναλης στον πρόλογο της δικής του μετάφρασης σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διδάχτηκε το 411 π. Χ το έργο : Η αθηναϊκή πολιτεία είχε άμεση ανάγκη να σταματήσει ο πόλεμος, γιατί αργά ή γρήγορα, θα τον έχανε- και μαζί με την Αθήνα θα χανόταν όλος ο έως τότε ελληνικός πολιτισμός. Είχε προηγηθεί η σικελική καταστροφή, η οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες, η αποστασία των συμμάχων- όλα τούτα με την προδοσία του Αλκιβιάδη- και ο λαός ήθελε την ειρήνη. Έτσι το κήρυγμα της Λυσιστράτης δεν ήταν καθόλου ανεδαφικό παρά επίκαιρο και καλοδεχούμενο κάθε καιρό.

Με την ιδιότητα του φοιτητού της κλασικής φιλολογίας αποφάσισα να μεταφράσω από το πρωτότυπο μια σκηνή από τις κορυφαίες όχι μόνο στο έργο του Αριστοφάνους αλλά και στην ιστορία της κωμικής δραματουργίας. Η σκηνή της Μυρρίνης και του Κινησία όπου αποδεικνύει περίτρανα εκείνο που μας γράφει ο Αλέξης Σολωμός στο Ζωντανό Αριστοφάνη του : Με τη Λυσιστράτη ο Αριστοφάνης φεύγει τεχνικά από το θεατρικό ιαμβογράφημα και κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την κωμωδία με τη σημερινή της έννοια. Η πολιτική σκοπιμότητα δεν παύει βέβαια να υπάρχει, μα την απορροφά σχεδόν ολότελα ο μύθος.

Ξυλογραφία του Α.Τάσσου από την έκδοση της μετάφρασης του Βάρναλη στη Λυσιστράτη το 1978
Ξυλογραφία του Α.Τάσσου από την έκδοση της μετάφρασης του Βάρναλη στη Λυσιστράτη το 1978

(Εισέρχεται ο Κινησίας, ακολουθεί δούλος με ένα παιδί στην αγκαλιά)
Κινησίας: Αλί, αλί και τρισαλί μου ο δύστυχος! Τι σπασμοί είναι αυτοί που νιώθω; Σαν να μου’ χουν δέσει χέρια και ποδάρια σε κινούμενο τροχό.
Λυσιστράτη: Ποιος είναι αυτός που περνά απ’ τη ζώνη της φρουράς;
Κινησίας: Εγώ.
Λυσιστράτη: Και τι είσαι συ του λόγου σου; Άντρας;
Κινησίας: Άντρας βέβαια!
Λυσιστράτη: Χάσου τότε από’ δω πέρα…
Κινησίας: Κι εσύ κυρά μου ποια είσαι που με διώχνεις;
Λυσιστράτη: Τη βράδια κάνω την πρωινή.
Κινησίας: Σε παρακαλώ, μα τους Θεούς, σύρε φώναξέ μου τη Μυρρίνη.
Λυσιστράτη: Εγώ να την καλέσω τη Μυρρίνη… Εσύ, όμως, δεν μου λες, ποιος είσαι;
Κινησίας: Ο άντρας, ο αντρούλης της. Ο Κινησίας, του Πεονίδη ο γιος.
Λυσιστράτη: Ω, γεια και χαρά σου λεβεντιά μου. Πασίγνωστο σε εμάς το όνομά σου και φημισμένο. Η γυναίκα σου όλη την ώρα μέσα στο στόμα της το έχει. Κι ο,τι κι αν πιάσει στα χέρια της… μα αβγό να πιάσει… μα μήλο… λέει ‘’Πού είναι ο Κινησίας μου να το φάει;’’
Κινησίας: Μα τους Θεούς, αλήθεια λες;
Λυσιστράτη: Ναι, μα την Αφροδίτη, αλήθεια λέω! Κι αν καμιά φορά το φέρει η κουβέντα και μιλήσουμε για άντρες, αμέσως η γυναίκα σου να πει ‘’Μια δεν πιάνουν οι άλλο μπρος στον Κινησία μου’’.
Κινησίας: Έλα τότε, γρήγορα, φώναξέ την μου.
Λυσιστράτη: Κι εσύ για αντάλλαγμα τι θα μου δώσεις;
Κινησίας: Εγώ; Μα το Δία, ο,τι τραβάει η όρεξή σου. Μόνο αυτό όμως κουβαλώ επάνω μου (άσεμνη χειρονομία). Αν θέλεις, σου το δίνω.
Λυσιστράτη: Στάσου να πάω να τη φωνάξω.
Κινησίας: Γρήγορα, βιάσου. Καμιά χαρά δεν έχω εγώ στη ζωή μου απ’ όταν έφυγε εκείνη από το σπίτι. Όταν μπαίνω μέσα και δεν την βλέπω, μου φαίνονται έρημα τα πάντα, ακόμα και το ψωμί που τρώω άνοστο το βρίσκω. Λιώνω ο κακομοίρης από τον πόθο.
Μυρρίνη: Εγώ τον αγαπώ, τον αγαπώ στ’ αλήθεια. Εκείνος είναι που αρνείται την αγάπη μου. Τι τάχα με καλεί; Δεν πάω.
Κινησίας: Γλυκιά μου Μυρρινούλα, τι κόνξες είναι αυτές; Κατέβα κάτω να σε δω.
Μυρρίνη: Εγώ; Να κατέβω για τα μούτρα σου; Ποτέ.
Κινησίας: Εγώ φωνάζω Μυρρίνη μου κι εσύ δεν έρχεσαι;
Μυρρίνη: Μα με φωνάζεις χωρίς καθόλου να έχεις την ανάγκη μου. Να γιατί δεν κατεβαίνω.
Κινησίας: Εγώ δεν σε χρειάζομαι μωρό μου; Εγώ έχω λιώσει, καλέ…!
Μυρρίνη: Δεν ακούω τίποτα. Φεύγω!
Κινησίας: Μη φεύγεις, μη! Καν’ το για το βλαστάρι μας. Αγοράκι μου, δεν θα φωνάξεις τη μανούλα;
Παις: Μανούλα, μαμά, μανουλίτσα μου!
Κινησίας: Μα τι καμώματα είναι αυτά; Δεν πονάς το παιδί σου; Έξι μέρες το’ χεις άλουστο και αβύζαχτο, άσπλαχνη μάνα!
Μυρρίνη: Εγώ μια χαρά το πονάω, ο πατέρας του είναι εκείνος που δεν νοιάζεται.
Κινησίας: Κατέβα, ευλογημένη, στο παιδί σου.
Μυρρίνη: Αχ, μεγάλο πράγμα να’ σαι μάνα . Ας κατέβω. Λες και θα πάθω τίποτα…
Κινησίας: Μα, σαν να μου φαίνεται ότι ξανάνιωσε αυτή. Τι ματιές είναι αυτές! Κι όσο πιο πολύ τη δύσκολη μου κάνει, τόσο και τον πόθο μου φουντώνει.
Μυρρίνη: Αχ εσύ παιδάκι μου! Τι κακό πατέρα έχεις! Έλα εδώ να σε φιλήσει η μανούλα.
Κινησίας: Γιατί κακούργα πας κι ακούς τις άλλες και μου φέρνεσαι έτσι; Και εμένα τυραννάς και εσύ στενοχωριέσαι… (Κάνει να την αγγίξει)
Μυρρίνη: Κάτω τα χέρια σου!
Κινησίας: Αφήνεις το σπίτι μας και ρημάζει.
Μυρρίνη: Καθόλου δεν με νοιάζει.
Κινησίας: Δεν σε νοιάζει που οι κότες έχουν μπει στο σπίτι και τα νήματα του αργαλειού έχουν ξεσκίσει; Κοτέτσι το’ χουν κάνει.
Μυρρίνη: Στο λέω άλλη μια. Δεν με νοιάζει.
Κινησίας: Και τη λατρεία της Αφροδίτης..που πάνε μέρες που δεν έχουμε τιμήσει; Μα, έλα εδώ, πού πας;
Μυρρίνη: Ποτέ. Μα το Θεό, δεν έρχομαι αν δεν σταματήσετε τον πόλεμο και δεν μονοιάσετε με τον εχθρό.
Κινησίας: Κι αυτό, σαν έρθει η ώρα του, θα γίνει.
Μυρρίνη: Κι εγώ λοιπόν τότε θα έρθω στο σπίτι. Τώρα έχω δώσει όρκο.
Κινησίας: Εσύ. Όχι όμως κι εγώ. Έλα να πλαγιάσουμε μαζί, που’ χουμε τόσες μέρες…
Μυρρίνη: Αυτό δεν γίνεται. Όμως σ’ αγαπώ, δεν γίνεται να μη τ’ ομολογήσω.
Κινησίας: Μ’ αγαπάς; Και τότε γιατί Μυρρινούλα μου δεν έρχεσαι μαζί μου στο κρεβάτι;
Μυρρίνη: Μπροστά στο παιδί μας; Τόσο έκφυλος;
Κινησίας: (στο δούλο) Μανή, παρ’ το παιδί και πήγαινέ το στο σπίτι. Ορίστε, έφυγε και το παιδί. Έλα τώρα να πέσεις…
Μυρρίνη: Και πού ακριβώς να πέσω αγόρι μου;
Κινησίας: Πού; Μέσα στη σπηλιά του Πάνα.
Μυρρίνη: Και πώς θα γυρίσω εγώ μετά αγνή στην πόλη;
Κινησίας: Θα πας ωραιότατα ως την πηγή της Κλεψύδρας που’ ναι εδώ κοντά, θα πλυθείς και τέλειωσε η υπόθεση.
Μυρρίνη: Μα να πατήσω, δύστυχε, τον όρκο που έδωσα;
Κινησίας: Μη σε νοιάζει αυτό. Άσε να πέσει πάνω μου η οργή του Θεού.
Μυρρίνη: Πάω λοιπόν να φέρω κρεβάτι!
Κινησίας: Ποιος το θέλει το κρεβάτι; Και κάτω εδώ στο χώμα αρκεί και περισσεύει…
Μυρρίνη: Μα τον Απόλλωνα, δεν σ’ έχω να μου πέσεις και στο χώμα, κι ας είσαι αγόρι άτακτο.. (φεύγει)
Κινησίας: Μ’ αγαπάει, μωρέ η γυναικούλα μου. Είναι φανερό!
Μυρρίνη: (Γυρίζοντας με το κρεβάτι) Ορίστε, ξαπλωσε εδώ κι εγώ γδύνομαι. Μα τι στο καλό; Πρέπει να φέρω και ψάθα.
Κινησίας: Ποια ψάθα μου λες τώρα εμένα..;
Μυρρίνη: Μα την Άρτεμη, έτσι πάνω στα σκοινιά θα το κάνουμε; Το λιγότερο ξετσιπωσιά..
Κινησίας: Δώσε μου όμως λίγο να φιλήσω το στοματάκι σου…
Μυρρίνη: Έλα μου! (ξαναφεύγει)
Κινησίας: Πω πω πω πω, μάνα μου βιάσου!
Μυρρίνη: (γυρίζει) Να κι η ψάθα μας! Πέσε ξάπλα και γδύνομαι κι εγώ. Φτου να πάρει, μαξιλάρι δεν έχεις!
Κινησίας: Δεν το θέλω.
Μυρρίνη: Το θέλω όμως εγώ.
Κινησίας: (κοιτάζοντας το φαλλό του) Ούτε ο Ηρακλής δεν την κάνει τέτοια όρεξη!
Μυρρίνη: (γυρίζει) Άντε, σήκω. Τα’ χουμε όλα τώρα.
Κινησίας: Αχ, ναι, έλα χρυσούλα μου.
Μυρρίνη: Να βγάλω μια στιγμή στηθόδεσμο. Να θυμάσαι όμως. Μου υποσχέθηκες ειρήνη.
Κινησίας: Να μη σώσω, να πέσει πάνω μου ο κεραυνός του Δία, αν σε γελάω.
Μυρρίνη: Κουβερτούλα όμως δεν έχεις…
Κινησίας: Τι να την κάνω την κουβέρτα; Εγώ να σε καβαλήσω θέλω!
Μυρρίνη: Θα γίνει κι αυτό. Έρχομαι αμέσως.
Κινησίας: Θα με παλαβώσει τον άνθρωπο με όλες αυτές τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια…
Μυρρίνη: (γυρίζει) Για σήκω!
Κινησίας: Τόση ώρα σηκωμένος είμαι, βρε.
Μυρρίνη: Να σε ψεκάσω με λίγο αρωματάκι;
Κινησίας: Μα τον Απόλλωνα, όχι.
Μυρρίνη: Κρίμα για την Αφροδίτη. Θες δε θες, εγώ θα σου βάλω.
Κινησίας: Θεέ μου μεγαλοδύναμε, κάνε να της χυθεί στο δρόμο!
Μυρρίνη: (γυρίζοντας) Έλα, βάλε στο χέρι σου και αλείψου.
Κινησίας: Πω, μα τον Απόλλωνα, τι είναι αυτό το πράμα; Σαν τα αρώματα που βάζουν στους νεκρούς, διόλου ηδονικό δεν είναι.
Μυρρίνη: Συμφορά μου πάλι! Το ροδίτικο το άρωμα έφερα!
Κινησίας: Καλό είναι κι αυτό, μωρέ. Στάσου, ευλογημένη.
Μυρρίνη: Προφανώς μου κάνεις πλάκα.
Κινησίας: Μπα που να χάνεται αυτός που ανακάλυψε τα αρώματα!
Μυρρίνη: (γυρίζει με άλλο μπουκάλι) Πιάσε αυτό το μπουκαλάκι.
Κινησίας: Άλλο πράγμα κρατάω τώρα εγώ. Παλουκώσου κάτω. Τίποτε άλλο μη φέρνεις.
Μυρρίνη: Έρχομαι, μα την Άρτεμη! Να βγάλω τα παπούτσια μου. Να θυμάσαι όμως, αγάπη μου, ειρήνη να ψηφίσεις.
Κινησίας: Θα το σκεφτώ και ίσως στη Βουλή να το προτείνω… (Η Μυρρίνη φεύγει και δεν ξαναγυρίζει στη σκηνή). Θα με πεθάνει αυτή η γυναίκα. Πρώτα με φουντώνει κι έπειτα σύξυλο με παρατάει. Τι να κάνω; Με γέλασε η πιο όμορφη. Πού να ξεθυμάνω τώρα εγώ; Πώς να χορτάσω το βρέφος μου; Που είσαι βρε Αλεπόσκυλε ; Πού είσαι να βρεις μια να μου τον… νταντέψει!

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα