Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν η χρονιά που τα πολιτικά πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται για την Ελλάδα. Η ΕΡΕ επιτέλους βρίσκονταν στην αντιπολίτευση – και πολύ της ήταν – και φαινόταν να οδηγούνται κάπως τα πράγματα, προς έναν εκδημοκρατισμό. Στην ανάπτυξη η Ελλάδα – κακά τα ψέματα – είχε συνηθίσει το ρόλο της ως η «γκαρσόνα» της Ευρώπης. Ήλιος, θάλασσα, αρχαία και νησάκια, ήταν ένας συνδυασμός εξαιρετικά ελκυστικός.
Το 1964 μια δραστήρια παρέα Αθηναίων και Βολιωτών επιχειρηματιών είχε μια μεγαλόπνοη ιδέα: να μετατρέψει ένα ολόκληρο νησάκι σε έναν τουριστικό «παράδεισο». Κοιτάζοντας λοιπόν στον χάρτη βρήκανε το ίδιο νησί που ανέφεραν και οι αδελφοί Δημητριείς σε βιβλίο τους το 1791, «… ένα νησί μεγαλούτζικο στενό μακρύ, αυτό έχει εργάσιμη γη, αρκετές ελαίες, αμπέλια και ονομάζεται Αλατάς έχει επάνω ένα μοναστηράκι περιστοιχισμένο με δυο τρεις πατέρες κι αυτό». Ο Αλατάς βρίσκεται στο νοτιανατολικό μυχό του Παγασητικού Κόλπου με το συνολικό μήκος του από τη Ν.Δ. ως τη Β.Α. άκρη του να μην ξεπερνά τα 2.400 μ. και με μέγιστο πλάτος τα 600 μ. Η συνολική του έκταση δεν είναι πάνω από 500 στρέμματα και το υψόμετρο του φτάνει τα 61μ. Οι επιχειρηματίες φαίνεται ότι είχανε πάρει καλά τα μέτρα του νησιού. Για να το επισκεφθεί κανείς πρέπει να αποβιβαστεί στον αρσανά του νησιού και ακολουθώντας το στενό καλογερίστικο δρομάκι θα φτάσει στον αψιδωτό πυλώνα – δείγμα βυζαντινής τεχνοτροπίας – ενός μοναστηριού. Μπορεί ακόμα και σήμερα να δει κανείς την πόρτα του διάτρητη απ’ τις σφαίρες απ’ τις μάχες της Επανάστασης του 21’.
Το σχέδιο λοιπόν των επιχειρηματιών του 1964 ήταν να τους παραδοθεί το νησάκι για 30 χρόνια, ώστε να το εκμεταλλευτούν για τουριστικούς λόγους, και φυσικά δεν μιλάμε για αθώες ομπρελίτσες ή τίποτα γραφικό. Ο ντόπιος πληθυσμός τότε, έκανε ότι δεν έκαναν 3 χρόνια μετά οι πολιτικοί στην Χούντα, αντέδρασαν. Οι κάτοικοι δεν επέτρεψαν ποτέ να βιαστεί ο τόπος τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 90’ η νήσος Αλατάς ξανάνοιξε την όρεξη «εις τους φίλους μας που την Κύπρον». Οι βλέψεις των Κύπριων επενδυτών αυτή τη φορά, φαίνεται να είχαν καλύτερη τύχη και κατόπιν συμφωνίας με τον Δήμο Νοτίου Πηλίου θα μετέτρεπαν τον Αλατά σε πλωτό ξενοδοχείο 750 κλινών συνολικού εμβαδού 33.000 τ.μ..
Σήμερα, ύστερα από 15 χρόνια, η συμφωνία ισχύει αλλά οι εργασίες κατασκευής δεν έχουν ξεκινήσει καθότι η υπόθεση πάγωσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Φαίνεται ότι οι τοπικές αρχές προχώρησαν σε μια συμφωνία “που θα φέρει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας” αγνοώντας ότι η επένδυση είναι αντίθετη με την ήπια τουριστική ανάπτυξη του Πηλίου. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε την αισθητική και περιβαλλοντική αλλοίωση του τοπίου από τα χιλιάδες σκάφη αναψυχής και τους τόνους πέτρας και τσιμέντου, που θα χυθούνε πάνω σε 500 στρέμματα πράσινης νησιώτικης γης.
Ίσως όμως η καλύτερη απάντηση στους θιασώτες τέτοιας ανάπτυξης είναι εκείνη του Δημήτρη Πικιώνη το 1945: «Ο τουρισμός πρέπει να είναι διά τους πτωχούς όσον και διά τους πλουσίους, διά τους Έλληνας και διά τους ξένους και πρέπει πνεύμα ταπεινόφρονος λατρείας προς την φύσιν και απερίττου απλότητος να μας καθοδηγεί εις την σύλληψιν και εξυπηρέτησιν των τουριστικών αναγκών… χωρίς την παρεμβολήν οιασδήποτε τεχνητής σκηνοθεσίας».