“Αγώνες Πείνας”: η άλλη όψη των πραγμάτων…, της Όλιας Μπάζου

Δημοσιεύθηκε

Ύστερα από ένα χρόνο αναμονής, γύρισε και πάλι στη μεγάλη οθόνη, δυναμικά και διόλου απαρατήρητα θα λέγαμε, το πολυπόθητο τρίτο μέρος των “Αγώνων Πείνας”. Με αφορμή, λοιπόν, τη φρενίτιδα που έχει κατακλύσει αρθρογράφους και μοντέρ σε κάθε λογής ιστότοπο, έρχεται η απολύτως αναμενόμενη ερώτηση:

The-Hunger-Games

Γιατί να πάω να το δω; Ή μάλλον καλύτερα, γιατί να μην το σνομπάρω , όπως τόσο θεαματικά τα είχα καταφέρει με όλα τα υπόλοιπα μπλογκμπάστερ που εξίσου θρασύτατα μου προσέφεραν ένα θέαμα πληθωρικό, αλλά φτωχό για το μυαλό μου;

Κι όμως, για πρώτη ίσως φορά μια τέτοιας εισπρακτικής επιτυχίας τριλογία φαίνεται πως κάτι έχει τελικά να πει. Γιατί πίσω από το απλό υποκατάστατο μαγικών ραβδιών και μυτερών δοντιών, κρύβεται μία από τις εξυπνότερες πολιτικές ταινίες των τελευταίων χρόνων. Ευχάριστη, ευπρόσδεκτη και εύπεπτη για το νεανικό κοινό της· με τη δράση, τις αγάπες και τα δάκρυά της έχει το ελεύθερο να βομβαρδίζει ύπουλα και μάλιστα σε βάθος με όλα εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά κατηγορώ της. Ο “κακός” και “άπληστος” Πρόεδρος Σνόου, η “επαναστάτρια” Κάτνις, οι “καταπιεσμένοι” και “εξαθλιωμένοι” κάτοικοι των δώδεκα Συνοικιών: χαρακτήρες όλοι τους προσεκτικά επιμελημένοι που κινούνται στα οικεία πρότυπα του “καλού” και του “κακού”, όπως άλλωστε αρμόζει σε κάθε σύγχρονο παραμύθι. Κι όσο οι έφηβοι αφήνονται στην ιστορία να τους νανουρίσει, βρίσκουν παράλληλα τα όπλα ενάντια στα τόσα πάθη της δυτικής “κουλτούρας”.

Πώς χτίζονται και πώς γκρεμίζονται οι τεράστιες αυτοκρατορίες του σήμερα, τι κρύβεται πίσω από κάθε επίσημο πολιτικό δημοσίευμα και ποιοι είναι πραγματικά εκείνοι που το υπογράφουν; Πόσο μια κίνηση μονάχα είναι ικανή να σε ξεγράψει και πόσο λεπτές και πρόστυχες διατηρούνται οι δήθεν ισορροπίες στα πολιτικά τερτίπια. Είναι τελικά τόσο μακρινή και άγνωστη η έννοια της αποικιοκρατίας; Αυτά και άλλα τόσα καθημερινά, καλά ωστόσο καμουφλαρισμένα στη Δυτική μας δίνη, ερωτήματα απαντώνται ωμά σε μία κατά τα άλλα νεανική ταινία. Και δεν χρειάζεται καν να είσαι προϊδεασμένος ώστε να νιώσεις σε όλο τους το μεγαλείο τη φρίκη του πολέμου και την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ταινία εντέχνως φροντισμένη σε μυεί αμέσως στο γνώριμο κόσμο του αυταρχισμού και της ανθρωποφοβίας, του ρατσισμού και της ανθρωποφαγίας, της χαμένης αξιοπρέπειας και δημοκρατίας που οφείλουν να μένουν καλά καταπιεσμένες σε κάθε δικτατορία που σέβεται τον εαυτό της.

Κι αν αυτά ακούγονται δύσκολα και άτοπα για τη διαίσθηση του μέσου εφήβου σε ορισμένες χώρες, το δεύτερο κύμα με τις κοινωνικό-πολιτιστικές ατασθαλίες που καθημερινά τον παρασύρουν, έρχεται δυναμικά να τον ταρακουνήσει. Γιατί μέσα από τις φανταχτερές σκηνές και τις δακρύβρεχτες δηλώσεις φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή που επιτρέπουμε να έχει πάνω μας κάθε τηλεοπτική τσιχλόφουσκα. Ποιο είναι το πραγματικό κόστος της διαφήμισης και πόσο ακόμα και τα πλέον ανάξια προβολής λογότυπα μπορούν με λίγη “χρυσόσκονη” να διαμορφώσουν συνήθειες και συνειδήσεις… Κι όσο ανούσια ή τοξικά κι αν είναι τα όσα θέματα που καλοσχεδιασμένα μας τυλίγουν, δεχόμαστε να τα καλωσορίζουμε στην καθημερινότητά μας με αντάλλαγμα την ψεύτική τους λάμψη. Αξίζουν αυτοί που με ύφος φιγουράρουν και τι χρειάστηκε να κάνουν για να βρεθούν εκεί; Τα αθώα κατά τ’ άλλα ριάλιτι, πώς απροκάλυπτα εκβιάζουνε και να γδύνουν και πώς κάθε ίχνος προσωπικότητας και αυτοσεβασμού βιάζονται να ξεπουλήσουν στα σαγόνια όσων ζήλεψαν μια λιγότερο μίζερη ζωή.

Εύλογα, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς τον λόγο για τον οποίο με τόσο πάθος αραδιάζω τόση ώρα όλα αυτά τα βαρύγδουπα… ούτε για φιγούρα γίνεται, ούτε για την οικονομική ενίσχυση του κινηματογραφικού αυτού τέρατος. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που τόσο έντονα μία Χολιγουντιανή υπερπαραγωγή έχει πράγματι και ορισμένα σοβαρά ζητήματα να θίξει, πέραν της υπερφυσικής και προσαρμοσμένης στις εφηβικές ορμόνες φαντασίας. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το σοβαρότερο πρόβλημα γύρω από την ταινία. Όλα όσα ειπώθηκαν παρά πάνω δε χρειάζεται και καμιά σπουδαία κρίση για να τα εντοπίσεις, είναι αρκετά ξεκάθαρα διατυπωμένα. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν αξιολογεί και δεν προβάλει την ταινία με βάση τον καυστικό της λόγο και τα μηνύματα που επιδιώκει να περάσει. Ακόμα και οι άμεσα εμπλεκόμενοι, μπλεγμένοι στα όσα με τα ίδια τους τα φιλμ κατηγόρησαν, αρκούνται σε μία ανώδυνη περιγραφή των γεγονότων της ταινίας και των συναισθημάτων των ηρώων της· λες και φοβούνται να καταδείξουν αυτό που τόσο εύστοχα δημιούργησαν, υποβιβάζουν το αποτέλεσμα σε μια εντυπωσιακή δραματική ταινία δράσης.

“Άρα πρέπει να τη δω!” . Όχι, σαν ταινία μπορεί κάλλιστα να απογοητεύσει, ειδικά αν είσαι προετοιμασμένος να δεις κάτι άλλο από αυτό που θέλει η ίδια να πετύχει: εντύπωση. Πριν, όμως, αποφασίσεις να την επιλέξεις ή να την απορρίψεις έχε κατά νου και την άλλη όψη των πραγμάτων.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα