Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κινηματογράφος έχει καταφύγει στην αφήγηση πραγματικών ιστοριών από το χώρο της σύγχρονης επιστήμης. Αρκεί να θυμηθούμε πρόσφατα παραδείγματα όπως το ‘’Παιχνίδι της μίμησης’’ με το Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να ενσαρκώνει το μαθηματικό Άλαν Τούρινγκ ή τη ‘’Θεωρία των πάντων’’ για την οποία ο Έντι Ρεντμέιν κέρδισε και το οσκαρικό αγαλματίδιο για την ερμηνεία του ως Στίβεν Χώκινγκ.
Στις ‘’Αφανείς ηρωίδες’’ παρακολουθούμε την ιστορία τριών αφροαμερικανίδων που ούσες διάνοιες των θετικών επιστημών, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εργάζονταν στη ΝΑΣΑ, η μεν Κάθριν Γκομπλ Τζόνσον (Ταράτζι Π.Χένσον) στον υπολογιστικό τομέα των διαστημικών προγραμμάτων υπό την καθοδήγηση του Ρόμπερτ Γκίλρουθ (στην ταινία ονομάζεται Αλ Χάρισον και το ρόλο έχει ο Κέβιν Κόστνερ), οι δε Ντόροθι Βον (Οκτάβια Σπένσερ) και Μέρι Τζάκσον (Τζανέλ Μονά) αντιμετωπίζουν προβλήματα παρά το έργο που έχουν επιδείξει στον τομέα της έρευνας. Η Ντόροθι αν και έχει αναλάβει καθήκοντα προϊσταμένης δεν έχει τον ανάλογο μισθό ενώ η Μέρι Τζάκσον θα χρειαστεί να αποκτήσει μεταπτυχιακό στη μηχανική. Το πρόβλημα για μια διάνοια σαν κι αυτή δεν βρίσκεται εκεί παρά στο γεγονός ότι θα πρέπει να κινηθεί δικαστικά προκειμένου να της επιτραπεί να φοιτήσει σε σχολή για λευκούς (ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια περίοδο που ακόμα και στις τουαλέτες γίνονταν διαχωρισμός των μαύρων από των άσπρων αμερικανών πολιτών).
Θα περίμενε κανείς από μια ταινία που αφορά στο έργο σπουδαίων αφροαμερικανών επιστημόνων να έχει μεγαλύτερο κινηματογραφικό ενδιαφέρον και να μην κινείται στα πλαίσια μιας ανάλαφρης μεν, επίπεδης και διδακτικής δε βιογραφίας. Πρόκειται βέβαια για κλασική χολιγουντιανή αφήγηση όπου μέσα στα πρώτα 20 λεπτά ο θεατής έχει κατανοήσει πλήρως τους χαρακτήρες και τη θέση της ταινίας. Που σημαίνει ότι όχι μόνο μας φέρνει άμεσα σε επαφή με τρεις ξεχωριστές γυναικείες διάνοιες αλλά και με το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής όπως και το φυλετικό διαχωρισμό που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Βεβαίως υπάρχει και το πατριωτικό στοιχείο, είναι μια περίοδος όπου Αμερικανοί επιστήμονες και πολίτες επιθυμούν διακαώς να φτάσουν στη Σελήνη. Τελικά θα το κατορθώσουν στις 20 Ιουλίου του 1969 με το ‘’Απόλλων 11’’.
Εάν είναι κάτι που ξεχωρίζει πραγματικά σε αυτή την ταινία, αυτό είναι το σκηνογραφικό/ενδυματολογικό της κομμάτι. Η σκηνογραφία μας δίνει οπωσδήποτε το κλίμα της εποχής είτε βρισκόμαστε μέσα στο αποστειρωμένο επιστημονικό περιβάλλον της ΝΑΣΑ, είτε σε κάποιο λεωφορείο, αυτοκίνητο είτε στην εκκλησία. Όσον αφορά δε στην ενδυματολογία, οι θεατές που έχουν ακονίσει το μάτι τους δεν γίνεται να μην παρατηρήσουν ότι έχει προσεχθεί και ο πιο τελευταίος κομπάρσος της ταινίας. Οι ροκ εν ρολ μουσικές επιλογές συμπλέουν κι αυτές με το ανάλαφρο κλίμα της ταινίας ενώ η πρωτότυπη μουσική συνοδεύει απλώς τα γεγονότα που παρακολουθούμε επί της οθόνης χωρίς να έχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει από μουσικές άλλων ‘’based on a true story’’ ταινιών.
Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι σαν σκηνοθεσία η ταινία δεν έχει να επιδείξει κάποιο επίτευγμα (καταφέρνει όμως εκτός από τον ανάλαφρο αέρα της να φλερτάρει προς το φινάλε με το ύφος της διαστημικής περιπέτειας) και το μοντάζ (που σίγουρα συμπλέει ως ένα βαθμό με τον τρόπο που έχει δουλευτεί το σενάριο) μοιάζει να κάνει από ένα σημείο και μετά συρραφή κινηματογραφημένων συναντήσεων σε γραφεία επιστημόνων, εντούτοις οι τρεις πρωταγωνίστριες υποδύονται τους ρόλους τους με φυσικότητα και τέτοια χάρη που εν τέλει σε πείθουν. Στην Οκτάβια Σπένσερ, μάλιστα, αναγνωρίζεται από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα με τα οποία υποδύεται τη Ντόροθι Βον και φτάνει μέχρι της υποψηφιότητες στην κατηγορία του β’ γυναικείου ρόλου.
Στους υποστηρικτικούς χαρακτήρες των ‘’Αφανών ηρωίδων’’ θα συναντήσουμε μεταξύ άλλων τους Κέβιν Κόστνερ και Κίρστεν Ντανστ. Και οι δυο ρόλοι κορυφώνονται με σκηνές αποδοχής και σεβασμού των μαύρων συνεργάτιδών τους. Στην περίπτωση της Ντανστ, βέβαια, ο θεατής δεν πείθεται απόλυτα με την ‘’ξινίλα’’ που βγάζει στο πρώτο μέρος της ταινίας, το πρόσωπό της δεν είναι το πλέον κατάλληλο για να αξιοποιηθεί για κάτι τέτοιο. Μικρό ρόλο έχει και ο Μαχερσάλα Αλί που φέτος ξεχώρισε ως υποστηρικτικός στο ‘’Moonlight’’ και αναμένουμε να δούμε αν θα αξιοποιηθεί και ως πρωταγωνιστής στον αμερικανικό κινηματογράφο τώρα που… ’’γυρίζει’’.
Εν κατακλείδι, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον μιας μεγάλης κινηματογραφικής στιγμής παρά μιας ακόμη τυπικά (καλο)στημένης χολιγουντιανής βιογραφίας που θέτει στο επίκεντρό της τρεις σημαντικές (όσο και λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό) επιστήμονες ενώ παράλληλα με απλοϊκό τρόπο μιλά για την αντιμετώπιση της μαύρης φυλής από τους λευκούς στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του ’60.