Η Κεντροαριστερά αποτέλεσε την «καυτή» έννοια του πολιτικού λεξιλογίου της χώρας από τα τέλη του ’90 και για μία δεκαετία περίπου. Η οικονομική κρίση, η αποδιοργάνωση του πολιτικού παιχνιδιού όπως είχε διαμορφωθεί έως τότε, η αποστοίχιση των πολιτών από τα παραδοσιακά κυρίαρχα κόμματα και η ανάδειξη νέων δρώντων, οδήγησαν στην περιθωριοποίησή της, καθώς έμοιαζε ν’ αφορά σε συνθήκες που πια είχαν χαθεί. Από τις τελευταίες εκλογές κι έπειτα, η συζήτηση για την Κεντροαριστερά «φούντωσε» εκ νέου, μάλιστα η τελευταία πρόσκληση-έκκληση των «58», για μια μερίδα των ΜΜΕ μοιάζει να έδωσε νέα δυναμική σε αυτήν την προοπτική. Δικαιολογείται όμως τόση, όψιμη, αισιοδοξία;
Κοινοτοπία
Αν κάποιος μπει στον κόπο να διαβάσει το κείμενο των «58» δεν δυσκολεύεται να διαπιστώσει τις ομοιότητές του με αντίστοιχες πρωτοβουλίες που σποραδικά λαμβάνονται τον τελευταίο χρόνο, οι οποίες μάλλον δεν έχουν συγκινήσει τους πολίτες ή κινητοποιήσει διαδικασίες στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Ακόμη, πολλοί εκ των υπογραφόντων κατά καιρούς έχουν συμμετάσχει σε αντίστοιχες κινήσεις, με πενιχρά μέχρι σήμερα αποτελέσματα. Ασφαλώς, το όχι επιτυχημένο παρελθόν δεν προδιαγράφει ανάλογο μέλλον, σε κάθε περίπτωση όμως (οφείλει να) αποτελεί, αν μη τι άλλο, ένα πρώτο σημείο προβληματισμού.
Η Κεντροαριστερά ως μανούβρα
Περνώντας στην ουσία του νέου καλέσματος για την Κεντροαριστερά, διαπιστώνεται ότι κι ετούτη τη φορά η προοπτική δημιουργίας αυτού του πόλου γίνεται αντιληπτή ως άθροισμα των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ σε πρώτη φάση, ενώ στη συνέχεια υπάρχει η προσδοκία για απόσπαση ψηφοφόρων των άκρων του νέου δίπολου ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η αντίληψη πέραν του ότι είναι στατική, δηλαδή δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ότι μία αντίστοιχη κίνηση πέρα από συσπειρώσεις θα προκαλούσε και αντι-συσπειρώσεις στο υπό σχηματισμό μόρφωμα, συλλαμβάνει την Κεντροαριστερά ως τοπογραφικό σημείο, το οποίο πλησιάζεται αν κινούμενοι προς το κέντρο στρίψουμε λίγο προς τ’ αριστερά. Ακόμη και το σχήμα της «Ελιάς» που προκρίνεται, δηλαδή μίας συνομόσπονδης κομματικής οντότητας, αποτελεί πιο πολύ προσπάθεια απευθείας μεταγραφής της ιταλικής εμπειρίας στην ελληνική πραγματικότητα, παρά απόρροια ενός πρωτότυπου στοχασμού.
Χαμηλές πτήσεις
Πέραν των προαναφερθέντων, η όλη συλλογιστική για την Κεντροαριστερά χωλαίνει και στο επίπεδο των προσδοκιών που μπορεί να καλλιεργήσει στον κόσμο που υποτίθεται ότι απευθύνεται. Όπως προκύπτει από το επίμαχο κείμενο, κεντρική φιλοδοξία είναι η δημιουργία ενός εκλογικά αξιοπρεπούς σχηματισμού της Κεντροαριστεράς που θα είναι ο μπαλαντέρ των δύο ισχυρών, δηλαδή της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα άλλοτε κραταιό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, είναι δύσκολο ν’ αναγεννήσει την προσδοκία των ψηφοφόρων εμφανιζόμενο ως ένα μικρής δυναμικής κόμμα-εξισορροπιστής, ενώ η ΔΗΜΑΡ, με τη στάση της μετά τις εκλογές δύσκολα πείθει ότι μπορεί ν’ αναλάβει το βάρος των αποφάσεών της όποιες κι αν είναι αυτές, σε σχέση με τη διάθεσή της να αποτελέσει κυβερνητικό στήριγμα.
Αυτοακύρωση
Ως προς το σκέλος της εξισορροπιστικής προοπτικής, στη συγκυρία, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΔΗΜΑΡ διακηρύσσουν σε όλους του τόνους ότι θεωρούν απίθανη οποιαδήποτε σκέψη κυβερνητικής συνεργασίας τους με το ΣΥΡΙΖΑ, ως εκ τούτου μόνος δυνητικός σύμμαχός τους παραμένει η ΝΔ. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, αυτόματα ακυρώνεται και ο ρόλος του δυνάμει κεντρομόλου κομματικού σχηματισμού, αφού εκ των προτέρων ο μεσαίος παίχτης φαίνεται πρόθυμος να κλίνει μόνο προς τη μία πλευρά. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο μόνος λόγος να ψηφίσει κάποιος έναν τέτοιο παράγοντα είναι να μην επιθυμεί την κυριαρχία του ενός, της ΝΔ εν προκειμένω, στο πολιτικό παίγνιο. Με άλλα λόγια, ως σχηματισμός μπαλαντέρ η ελληνική εκδοχή της «Ελιάς» εξ αρχής χάνει ίσως το μόνο στοιχείο ισχύος που (μπορεί να) διαθέτει, τη δυνατότητα αιφνιδιασμού προς καθορισμό των εξελίξεων.
Κακοί οιωνοί αλλά ανοιχτό το μέλλον
Προφανώς, πολύ νερό χρειάζεται να κυλήσει στ’ αυλάκι της κυοφορούμενης Κεντροαριστεράς, ώστε να υπάρξουν πιο σαφή συμπεράσματα. Εκ των πραγμάτων, σε περίοδο έντονης ρευστότητας είναι δεδομένο ότι κάποιου τύπου αναδιοργάνωση θα υπάρξει στους χώρους που σήμερα καταλαμβάνουν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ. Εκείνο που δε μοιάζει πιθανό είναι η δρομολόγηση εξελίξεων που ν’ ανταποκρίνονται στις βλέψεις του κειμένου των «58». Πάντως, ανεξάρτητα με το αν άνθρωποι που έχουν διαμορφώσει τις τύχες της χώρας την τελευταία εικοσαετία, τουλάχιστον, είναι σε θέση να εμφανίζονται ως άφθαρτοι φορείς του «νέου», αυτό άλλωστε σε τελική ανάλυση είναι οι πολίτες που θα το κρίνουν, οι αρχικές αξιολογήσεις δε δείχνουν ευνοϊκές για το εγχείρημα. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος θα δείξει.