Οι οικογενειακοί πόλεμοι αποτελούν μια σημαντική αλλά όχι και τόσο γνωστή σελίδα στην ιστορία της βενετικής Κεφαλονιάς. Οι συγκρούσεις αυτές εντάθηκαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, περίοδο γενικότερης αναταραχής σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το νησί ελεγχόταν ουσιαστικά από μερικούς πανίσχυρους αριστοκρατικούς οίκους, οι οποίοι βρίσκονταν σε μια διαρκή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Οι υπόλοιπες οικογένειες των κατώτερων ευγενών και των απλών χωρικών έπαιρναν το μέρος της μιας ή της άλλης παράταξης, γενικεύοντας έτσι τις έριδες των αρχόντων. Ένας τέτοιος τοπικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, στην βόρεια Κεφαλονιά. Οι βασικοί αντίπαλοι ήταν οι Άννινοι και οι Αντύπες, δύο από τους ισχυρότερους οίκους του νησιού.

Οι Άννινοι εντάχθηκαν στην Χρυσή Βίβλο (Libro d’ Oro) των Ευγενών της Κεφαλονιάς το 1593 και είχαν ενεργότατο ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή του νησιού. Η ισχύς τους επισφραγίστηκε όταν από το 1691 τα μέλη της συγκεκριμένης οικογένειας άρχισαν να φέρουν τον τίτλο του κόμη. Οι Άννινοι μπορούσαν να ελέγχουν με τον πλούτο και την επιρροή τους ακόμα και αξιωματούχους της βενετικής διοίκησης και αποτέλεσαν βασικούς πρωταγωνιστές στους οικογενειακούς πολέμους της Κεφαλονιάς, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Το δε όνομα της οικογένειας Αντύπα (ή Αντίππα) βρισκόταν στην Χρυσή Βίβλο από το 1594. Επρόκειτο για έναν επίσης πλούσιο και ισχυρό οίκο της Κεφαλονιάς, από τον οποίον προήλθαν αρκετοί πολιτικοί αξιωματούχοι και επίσκοποι.
Οι βίαιες ταραχές ανάμεσα στις δύο οικογένειες ξεκίνησαν το 1647, όταν προβλεπτής (proveditore) της Κεφαλονιάς ήταν ο Βενετός Τζιρολάμο Λιπομάνο. Ουσιαστική αιτία της αντιπαράθεσης αποτέλεσε ο έλεγχος του βορείου τμήματος του νησιού και οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο ήταν η Άσσος, η Έρισσος και η Πύλαρος. Οι συγκρούσεις είχαν συνήθως την μορφή μαχών μικρής κλίμακας ανάμεσα στους μισθοφόρους και τους ένοπλους οπαδούς των δύο αντίπαλων οίκων. Εμπρησμοί σπιτιών, λεηλασίες, δολοφονίες και κάθε είδους βιαιότητες αποτελούσαν την περίοδο εκείνη καθημερινό φαινόμενο στη ζωή των χωρικών της βορείου Κεφαλονιάς. Τα πράγματα χειροτέρεψαν για τους Αντύπες όταν οι Άννινοι συμμάχησαν με τις αριστοκρατικές οικογένειες Σδριν και Καρούσου. Το 1652 ο τοπικός αυτός πόλεμος κορυφώθηκε με την πυρπόληση του χωριού Αντυπάτα Πυλάρου, που όπως φανερώνει και το όνομά τους, αποτελούσαν προπύργιο της οικογένειας Αντύπα.
Η κοινωνική αναστάτωση βρισκόταν πλέον εκτός ελέγχου χωρίς να διαφαίνονται ελπίδες ειρήνευσης. Το 1654 ο γενικός προβλεπτής θαλάσσης Μολίν, απέστειλε στην Κεφαλονιά τον σύμβουλό του Πιτσαμάνο, προκειμένου να μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο αντίπαλες πλευρές. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν ένας συμβιβασμός ο οποίος αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά οριστικός.

Το 1678, μετά από 24 χρόνια εύθραυστης ειρήνης, οι συγκρούσεις στην βόρεια Κεφαλονιά άρχισαν εκ νέου. Οι Καρούσοι επιτέθηκαν κατά του χωριού Κομιτάτα, που ανήκε στην σφαίρα επιρροής της οικογένειας Αντύπα. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν για πάντα τα σπίτια τους και να μεταναστεύσουν αλλού. Αδυνατώντας να αντέξουν τις πιέσεις των αντιπάλων τους, οι Αντύπες κατέφυγαν με τη σειρά τους στην Άσσο, όπου βρισκόταν ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα της βενετικής αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά οι συμπλοκές συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και η κατάσταση δεν έδειχνε να εκτονώνεται. Ο τότε μητροπολίτης Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης Παΐσιος Χοϊδάς ανέλαβε πρωτοβουλία διαμεσολάβησης για την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Οι εκκλήσεις του όμως δεν εισακούστηκαν και η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς. Πιο δραστική αποδείχθηκε η επέμβαση του ναύαρχου Τζιάκομο Μπαλντού, ο οποίος κατάφερε να συμβιβάσει τους δύο αντιπάλους, οριστικά αυτή τη φορά.
Είναι αδύνατο να υπολογιστούν με ακρίβεια οι ζημιές και τα θύματα αυτής της μακροχρόνιας διαμάχης καθώς δεν υπάρχουν επίσημοι αριθμοί σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Το σίγουρο όμως είναι ότι τα αιματηρά γεγονότα μεταξύ των οίκων Αντύπα και Άννινου αποτέλεσαν για τους κατοίκους του νησιού μια ζοφερή ανάμνηση που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια μέσω διαφόρων στιχουργημάτων, συχνά σατιρικών.