Πώς τόλμησες; Όχι, μην κοιτάς κάτω τα βράχια του τόπου σου ντροπιασμένα… απαιτώ να μου πεις, πώς τόλμησες! Πως διανοήθηκες καν, να μένεις σε έναν τόπο μαζί με καμιά κατοσταριά ακόμη και να απασχολούμαι για χάρη σου… ιατρικό κέντρο, σχολείο… προσωπικό! Έξοδο μας είσαι, μεγάλο ανθρωπάκι τιποτένιο… τρύπα στα ελλειμματικά ταμεία μας, σαν τα τρύπια δίχτυα σου, τα ελεεινά, που βρωμάνε ψαρίλα και νοτισμένα όνειρα! Άκου εκεί, στην τροικανή εποχή να έχουμε 150 αναιδείς Έλληνες να επιμένουν να σηκώνουν την Ελληνική σημαία ανάμεσα στο γαλανό του ουρανού και της θάλασσας! Να φύγετε! Να μαζέψεις το παιδί που μαζεύει κοχύλια και να φύγετε…να ξεσπιτωθείτε και εσύ και η γυναίκα σου που σήκωσε κεφάλι – αυτό το τίποτα με το τίποτα στο βλέμμα – την ώρα που πότιζε τον βασιλικό στην γλάστρα από… τενεκέ φέτας και να πάτε στην τενεκεδούπολη! Και τον παππού να μαζέψετε από το καφενείο. Τι; Τι τόλμησες να πεις Νο 150 του ακριτικού νησιού; Ότι έχει ζήσει ήδη μια προσφυγιά! Αστέρι κίτρινο του Δαυίδ θα σου ράψω στο μανίκι να μην τολμήσεις να ξεμυτίσεις διαμαρτυρόμενος ξανά. Δημοκρατία έχουμε άλλωστε! Το καντήλι στο μνήμα της γιαγιάς ποιος θα ανάβει; Χα! Απλό! Αυτοί που θυμούνται ακόμη να κάνουν μνημόσυνο στην Ελλάδα του Ελύτη!
Ακούς εκεί θράσος να θέλουν να ζουν ακόμη στα νησάκια Έλληνες, να μας ξοδεύουν με το τραγούδι τους και το βλέμμα τους το καθαρό. Ξενύχτησαν οι Τροικανοί, τα έβαλαν κάτω, νούμερο σας έκαναν, ένα και ένα κάνουν δυο, δεν βγαίνουμε, να φύγετε να πάτε αλλού, οι βράχοι πια κατσάβραχα να γίνουν, οι τόποι ξερότοποι και οι άνθρωποι απάνθρωποι. Ξενιτεμένοι Έλληνες στην χώρα τους την ίδια.
Δεν ονειρεύομαι πια Ελλάδα μου, απεργώ και εσύ δεν με ακούς που ξεκίνησα πορεία μόνη μου με ένα πανό που γράφει: Μην σκοτώνεις τις ρυτίδες… τις ρυτίδες κύματα των νησιών μας.