Ο Mario Lago υπήρξε Διοικητής των Δωδεκανήσων, ή αλλιώς των “Ιταλικών νησιών του Αιγαίου”, από το 1922 έως το 1936. Λόγω της εμπειρίας του σε διπλωματικές θέσεις, γνώριζε πως ο ρόλος του θα ήταν εφήμερος. Επιχείρησε λοιπόν να εκμεταλλευτεί την εξουσία του και να αφήσει στα Δωδεκάνησα την παρακαταθήκη του. Οι άξονες στους οποίους κινήθηκε ήταν οι εξής τέσσερις:
Η αναδιοργάνωση του διοικητικού μηχανισμού, η ανάδειξη των νησιών ως τουριστικό προορισμό, η ανάπτυξη της αγροτικής και της βιομηχανικής παραγωγής καθώς και η οικοδομική ανάπτυξη κυρίως της Ρόδου, με γνώμονα την προστασία της ιστορικής της κληρονομιάς.
Ταυτόχρονα με την άφιξη του στην Ρόδο, ο Lago καλεί τον αρχιτέκτονα Florestano di Fausto για να εκπληρώσει τις βλέψεις του για το νησί. Ο Διοικητής υπογραμμίζει το μέγεθος των δυνατοτήτων που προσφέρει ο τόπος για έργα ποικίλων λειτουργιών, διαστάσεων και σημαντικότητας. Σε αυτή τη γόνιμη περίοδο, ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τα βασικά δημόσια κτήρια καθώς και το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πόλεως της Ρόδου, επεκτείνοντας εν συνεχεία την δραστηριότητα του και στα νησιά της Λέρου, της Κω και του Καστελόριζου. Μερικά από τα ποιο σημαντικά έργα του Di Fausto στην Ρόδο είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταχυδρομείο, το Ξενοδοχείο των Ρόδων καθώς και η ανακατασκευή του Ευαγγελισμού.
Η σχέση των δυο άντρων, αν και είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς, με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να φθείρεται. Ο Lago ήθελε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κατά την διάρκεια της κατασκευής ενός έργου, από την σύλληψη μέχρι και την ολοκλήρωση του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει τον Di Fausto ως απλό εκτελεστή των σχεδίων του, μειώνοντας έτσι το έργο και το ήθος του αρχιτέκτονα. Το οριστικό διαζύγιο της συνεργασίας τους και η άφιξη του αντικαταστάτη του, Pietro Lombardi, έγινε το 1927.
Μερικούς μήνες μετά την άφιξή του, ο Lombardi ονομάζεται επισήμως επικεφαλής του αρχιτεκτονικού τμήματος. Ο σεμνός και μετριοπαθής χαρακτήρας του αρχιτέκτονα ήταν πιο συμβατός στην ιδιοσυγκρασία του Lago που το επόμενο έτος του εμπιστεύεται την κατασκευή ενός από τα ποιο όμορφα επιτεύγματα εκείνης της περιόδου: τα Λουτρά της Καλλιθέας. Η παραμονή όμως του Lombardi στα Δωδεκάνησα ήταν μικρής διάρκειας, καθώς το Ιταλικό καθεστώς αρχίζει να απομακρύνεται από το αρχιτεκτονικό στυλ εκείνης της περιόδου για χάρη μιας καινούργιας ανάγνωσης και εκτίμησης της Ιταλικής αποικιακής αρχιτεκτονικής που οδήγησε στην «εξάγνωση» της αρχιτεκτονικής σε σχέση με τον αισθητικό πλουραλισμό της περασμένης περιόδου.
Οι κριτικοί που ασχολούνται με το έργο του Di Fausto και του Lombardi χαρακτηρίζουν την συγκεκριμένη περίοδο για την αρχιτεκτονική και πολιτιστική ανάπτυξη των Δωδεκανήσων ως την καλύτερη και πιο ευδόκιμη για τους δυο αρχιτέκτονες. Το έργο που άφησαν, αν και εν μέρει αλλοιώθηκε από τις πρωτοβουλίες που λήφθηκαν από τον επόμενο διοικητή των Δωδεκανήσων De Vecchi (1936-1941), δείχνει την πρόθεση του Lago για την υιοθέτηση ενός αρχιτεκτονικού στυλ το οποίο θα είχε ιστορικές αναφορές και θα ήταν άξιος συνεχιστής της ιστορίας του τόπου.