Συχνά-πυκνά, η προ της οικονομικής κρίσης περίοδος παρουσιάζεται, ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ως ο «καιρός της αφθονίας», ως το χρονικό διάστημα εκείνο στο πλαίσιο του οποίου κάθε λογής αγαθό προσφερόταν εν αφθονία στα -ιδιοσυγκρασιακά- βουλιμικά άτομα, που με τη σειρά τους εν χορδαίς και οργάνοις έπεσαν θύματα της ίδιας τους της ακόρεστης επιθυμίας. Το διογκωμένο «θέλω» περιγράφεται λίγο πολύ ως αυτοαναφορικό, με την έννοια ότι σημασία δεν είχε το αντικείμενο της κατανάλωσης, αλλά ακριβώς ο μη σταματημός της, ως να μην υπήρχε «αύριο». Αυτό θέλησε, πάνω κάτω, να μας υπενθυμίσει ο «πολύς» Όλι Ρεν, μιλώντας τόσο για την ορθότητα της περιστολής των εισοδημάτων ελέω μνημονίων, όσο και για την αναγκαιότητα ν’ ακολουθήσουν κι’ άλλα «ψαλιδίσματα».
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις δε λέει κάτι καινούργιο, απλά επαναλαμβάνει, μονότονα, ότι «οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα πρέπει να προσαρμόζονται πιο άμεσα», ενώ και «οι μισθοί του δημόσιου τομέα έπρεπε να μειωθούν». Η συλλογιστική, πέρα από τις αμιγώς οικονομικές προεκτάσεις της, εδράζεται σε μία γενικότερη αντίληψη, βάσει της οποίας το δραστικά και καθολικά μειωμένο εισόδημα, τουλάχιστον των περισσότερων και πιο αδύναμων –όχι αυτό δεν το επισημαίνει ο Ρεν αλλά εννοείται, συνιστά και κάποιου τύπου «αποτοξίνωση» των ατόμων από την επιβαρυντική κατανάλωση της προηγούμενης περιόδου. Η λιτότητα έτσι δεν παρουσιάζεται ως τιμωρία (βλ. «αμαρτήσατε κι αυτό επιφέρει ποινή») αλλά ως άσκηση εγκράτειας. Βέβαια, εδώ δεν τίθεται θέμα επιλογής, η πειθάρχηση δεν είναι προαιρετική, αντιθέτως ο καταναγκασμός είναι αυστηρός.
Αυτή η τρόπον τινά οικονομική/καταναλωτική «νηστεία» θεωρείται ότι, αφού εδραιωθεί, θα «προωθήσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και συμμαχίες για αυξημένη ανταγωνιστικότητα και προοπτική ανάπτυξης σε αυτή τη διαδικασία της οικονομικής εξισορρόπησης». Σε αδρές γραμμές, η «συνταγή» θυμίζει τη Σαρακοστή, την περίοδο αποχής από τις απολαύσεις που μεσολαβεί ανάμεσα στα διαστήματα της κραιπάλης. Βέβαια, εδώ αναδεικνύονται δύο σοβαρά προβλήματα. Από τη μία, η αδυναμία ατομικής απόρριψης της αυταπάρνησης επιβάλει τον εξωραϊσμό του παρελθόντος, ώστε να γίνει πιστευτό ότι το «σήμερα» είναι το εξυγιαντικό βήμα προς το «αύριο». Αν δεν πιστέψεις ότι πριν ζούσες ξέφρενα και ηδονοθηρικά, είναι αδύνατον να δεχθείς την εξαντλητική άσκηση στο παρόν. Από την άλλη, ενώ η θρησκευτική νηστεία σου υπόσχεται με βεβαιότητα το γευστικό Πάσχα, ο Όλι Ρεν δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς προϋπολογίζει μόνιμους μηχανισμούς αναπροσαρμογής των μισθών κ.ο.κ., δηλαδή τη μονιμοποίηση της εξυγιαντικής εξαίρεσης και την αναγωγή της σε κανονικότητα.
«Καλό ή κακό: Ποιο θα κερδίσει;» (Good VS Naughty: Which is going to win?) ρωτά μια διαφημιστική καμπάνια που «τρέχει» τις ημέρες αυτές σε κεντρική εμπορική γειτονιά του Λονδίνου. «Αποτοξίνωση ή ανα-τοξίνωση» (Detox ή Retox) αναρωτιούνται οι εμπνευστές της, καλώντας τους καταναλωτές να διαλέξουν, μετά την «ασυδοσία» των εορτών, ανάμεσα σε φυσικούς χυμούς και παχύρευστες σοκολάτες, ή μεταξύ light γευμάτων και ζουμερών burgers. Κάπως έτσι παρουσιάζει και ο Όλι Ρεν την κατάσταση. Μετά το «φαγοπότι» της προηγούμενης περιόδου, ήρθε η ώρα της λιτής διατροφής, υποθέτουμε ότι θα έλεγε. Μόνο που εν προκειμένω το «γεύμα» δεν περιλαμβάνει τίποτα από τα παραπάνω. Η «σοκολάτα» της μνημονιακής λογικής επινοήθηκε εκ των υστέρων ώστε να «χρυσώσει το χάπι» και να «καταπωθεί» το «πικρό ποτήρι» των περικοπών ως αναζωογονητικός χυμός. Ο μόνος τρόπος να πειστείς ότι όντως «επιλέγεις» το δρόμο της αρετής, είναι να πέσεις θύμα των παραισθήσεων που οι στερήσεις συχνά προκαλούν.