Θεοδόσης Πελεγρίνης (Α΄Μέρος), o καλλιτέχνης: “με κρίνανε με πολιτικά και όχι καλλιτεχνικά κριτήρια”, συνέντευξη στην Χριστίνα Καλογεροπούλου

Δημοσιεύθηκε

190418_197705703595046_1807844_n

Το ραντεβού μας ήταν στο κεντρικό κτήριο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών(ΕΚΠΑ), στα Προπύλαια, ένα κτήριο που «έχει περάσει πολλά» όπως μου είπε ο ίδιος, μα παρόλα αυτά δεν παύει να διατηρεί την αίγλη και την εντυπωσιακή του ομορφιά. Μαίανδροι πλαισιώνουν τις γωνίες των εσωτερικών τοίχων προκαλώντας το ξάφνιασμα σε όποιον δεν έχει επισκεφθεί ξανά παλιά κτήρια των Αθηνών ή δεν γνωρίζει την ιστορία τους. Ο σκοπός τους ήταν η καλή τύχη και η ευημερία των προσώπων που κατοικούσαν εκεί.

Όταν φθάσαμε και κάτσαμε στο γραφείο του ήμασταν πλαισιωμένοι από προσωπογραφίες ιστορικών προσωπικοτήτων ξεδιπλώνοντας ο ίδιος την δική του προσωπικότητα. Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, πρύτανης του ΕΚΠΑ μου μίλησε για την καλλιτεχνική του πλευρά, την οποία θα παρουσιάσουμε παρακάτω αλλά και την τρικυμιώδη ακαδημαϊκή του πορεία τους τελευταίους μήνες.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον καλλιτεχνικό χώρο και μάλιστα τόσο εντατικά, ταυτόχρονα με τη δουλειά του καθηγητή, του διδάκτορος αλλά και του Πρύτανη; Ήταν όνειρο ζωής; Πείτε μου την ιστορία σας.

Η βιοποριστική μου δουλειά είναι αυτή του καθηγητή πανεπιστημίου κι όχι του ηθοποιού. Αποφοίτησα από το 5ο Γυμνάσιο αρρένων στα Εξάρχεια μία εποχή που ήμουν λίγο χαμένος, δεν ήξερα τι να σπουδάσω, όμως, τελικά αποφάσισα να πάω στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Την τελείωσα, πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, θέλοντας να αποφύγω την επαρχία, και στο πανεπιστήμιο του Έξετερ έκανα το μάστερ, στη συνέχεια το διδακτορικό μου και γύρισα στην Ελλάδα για να διεκδικήσω μια θέση Υφηγητή τότε. Η ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1976 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, με εμένα να απασχολούμαι με τη διδασκαλία.

Τη δεκαετία του ’90 οργάνωνα στο παλιό πανεπιστήμιο στην Πλάκα θεατρικές παραστάσεις επαγγελματικού χαρακτήρα. Έτσι, η δουλειά μου τότε ήταν η δουλειά του παραγωγού θεατρικών παραστάσεων. Η ενεργώς ενασχόλησή μου με το θέατρο ξεκίνησε το 2006 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όταν μου προτάθηκε να κάνω κάποιες διαλέξεις φιλοσοφίας. Το πρωτότυπο όμως με το δικό μου εγχείρημα ήταν πως μέσα από θεατρικές παραστάσεις παρουσίαζα ιστορίες άσχετες με τον κάθε φιλόσοφο, που όμως σταδιακά αναδείκνυαν τις ιδέες και τη ζωή των κορυφαίων φιλοσόφων. Πραγματικά ήταν μια έκπληξη η ανταπόκριση του κόσμου. Αυτό με ενθάρρυνε κι έτσι ασχολήθηκα πιο ενεργά με το θέατρο.

Παρουσίασα έναν μονόλογο σε τρία κομμάτια που λεγόταν «Φθορά, φθορά, φθορά», σε μπαρ του Κολωνακίου και μετά ήταν ο «Ιουλιανός» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Αυτό το έργο είναι που παρουσίασα στο Παρίσι και που έχει ξεσηκώσει όλον αυτόν τον κόσμο. Και τώρα ετοιμάζουμε τον ερχόμενο Μάιο να παρουσιάσουμε ένα θεατρικό δικό μου που λέγεται «Ένα τριήμερο στην εξοχή μαζί» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μανιώτη. Αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο όχι επιλέγοντας την εύκολη οδό, κάνοντας τον συγγραφέα ή τον σκηνοθέτη, αλλά βγαίνοντας στη σκηνή. Και έτσι υφίσταμαι αυτά που υφίσταμαι. Αυτή είναι η ιστορία μου.

198616_197703016928648_4992393_n

Για ποιο λόγο θεωρείτε πως ακούγονται τόσο αρνητικά σχόλια για την ενασχόλησή σας με τις Τέχνες;

Εάν αυτό συνέβαινε στο εξωτερικό, δηλαδή ένας πρύτανης να ασχολείται με το θέατρο όπως ασχολούμαι εγώ και με τη διδασκαλία εξίσου ανελλιπώς, θα αντιμετωπιζόταν θετικά. Υπάρχουν λοιπόν άλλα κριτήρια. Υπάρχει η αντίδρασή μου προς τον νόμο για τα πανεπιστήμια που είχε εισηγηθεί η κυρία Διαμαντοπούλου και στη συνέχεια μετέτρεψε ο κύριος Αρβανιτόπουλος, που τον θεωρούσα και εξακολουθώ να τον θεωρώ καταστρεπτικό.

Αλλά είναι άλλο πράγμα η διαφωνία μου για έναν νόμο και άλλο το γεγονός πως αφού ψηφίστηκε αυτός ο νόμος, εγώ τον εφαρμόζω απολύτως. Κανένας δεν έχει να καταμαρτυρήσει κάτι ακαδημαϊκό ή διοικητικό για το πρόσωπό μου. Και αυτό με αφήνει αλώβητο αλλά και αδιάφορο στην άδικη αυτή κριτική. Τα κίνητρα αυτής της επίθεσης δεν είναι ούτε καλλιτεχνικά ούτε εκπαιδευτικά. Και όσοι ασκούν τέτοια κριτική είναι άνθρωποι που δεν έχουν παρακολουθήσει κάποια παράστασή μου για να δουν οι ίδιοι εάν κάνω σωστά ή όχι τη δουλειά μου. Ένα έργο τέχνης – καλό ή κακό δεν έχει σημασία – πρέπει να το κρίνεις με τα κριτήρια της τέχνης και όχι με πολιτικά, κομματικά ή οτιδήποτε. Το ίδιο συνέβη και σε εμένα.

Αυτή την εποχή, είναι σε εξέλιξη τα γυρίσματα της ταινίας «Παν-δη-Μια… Όλα λοιπόν Ένα» όπου πρωταγωνιστείτε, σε σενάριο και σκηνοθεσία Δημήτρη Πιατά. Μιλήστε μου για την εμπειρία σας με τον κινηματογράφο.

Έχω ασχοληθεί άλλη μία φορά με τον κινηματογράφο με τη συμμετοχή μου πριν από δύο χρόνια περίπου στην αγγλόφωνη ταινία μικρού μήκους “Memory reloaded” των Χαραλάμπους – Παπά. Η ταινία τώρα που γυρίζει ο Πιατάς είναι μια σύγχρονη ταινία και πραγματεύεται μια χώρα, τη χώρα μας, που έχει πληγεί από έναν ιό και ταυτόχρονα είναι και χρεωκοπημένη. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει ο Κώστας Ανδρέου, τον οποίο υποδύομαι, ο οποίος είχε γυρίσει παλιά μια μυθοπλαστική ταινία μικρού μήκους που την εμφανίζει ως αληθινή και πάνω σε αυτό το ψέμα στηρίζει όλη την εκπληκτική του μετέπειτα σταδιοδρομία, μέχρι που κάποιος, εν ονόματι Μποστ (ο Πιατάς), τον καλεί στη δική του εκπομπή – σκουπίδι, όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια. Ο Πιατάς εκτός από εξαιρετικός καλλιτέχνης είναι και πολύ μεθοδικός γιατί κατάφερε με μηδαμινά έξοδα να ολοκληρώσει την ταινία, που ξεκίνησε πριν από δύο περίπου χρόνια αλλά καθυστέρησε λόγω οικονομικών δυσχερειών. Τα τελευταία γυρίσματά της θα ολοκληρωθούν τον Φεβρουάριο.

Ποια είναι η γνώμη σας για τον πολιτισμό της Ελλάδας αυτή τη στιγμή;

Δεν ξέρω να σας πω εάν αυτόν τον πολιτισμό που παράγουμε τώρα θα τον θυμόμαστε μετά από χρόνια, αλλά το σίγουρο είναι πως στη δεκαετία του ’50 και κυρίως στη δεκαετία του ’60, ο πολιτισμός μας απογειώθηκε. Υπήρξαν πολύ σημαντικοί άνθρωποι, ο Χατζιδάκις, ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, ο Κουν, ο Μινωτής και τόσοι άλλοι που άφησαν ιστορία με τις δουλειές τους. Δεν νομίζω πως σήμερα υπάρχουν αντίστοιχα ονόματα. Μετά από μια μεγάλη στιγμή ακμής, ακολουθεί μια στιγμή ύφεσης. Ο πολιτισμός εδώ στην Ελλάδα πάντως είναι ίσως το μόνο πράγμα που συνεχίζει να μένει ακμαίο. Με τα δεδομένα μάλιστα ότι δεν έχει τη στήριξη της πολιτείας που θα έπρεπε να έχει.

Το παράπονο για την απουσία στήριξης από την πολιτεία το έχουν και πολλοί άνθρωποι του χώρου. Υπάρχει μάλιστα η άποψη πως αυτό συμβαίνει γιατί Υπουργός πολιτισμού γίνεται κάποιος ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τον τομέα του και έτσι δεν δείχνει την απαραίτητη στήριξη και προσοχή σε ό, τι καλλιτεχνικό.

Δεν θα το έβλεπα αρνητικό κάποιος να ασχολείται με τον πολιτισμό και να μην έχει ιδιαίτερη σχέση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο πρεσβύτερος ,ήταν ένας άνθρωπος που δεν φημιζόταν για την παιδεία του, αλλά ίδρυσε και υποστήριξε το Φεστιβάλ Αθηνών. Το πρόβλημα σήμερα με τους Έλληνες πολιτικούς είναι πως δεν αγαπούν τον πολιτισμό. Και θα σας πω μια προσωπική μου εμπειρία. Το 2007 είχα τιμηθεί με το πρώτο κρατικό βραβείο δοκιμίου για το βιβλίο μου «Από τον πολιτισμό στην πείνα». Τότε Υπουργός Πολιτισμού ήταν ο κύριος Μιχάλης Λιάπης. Αυτός ήρθε, έβγαλε τον λόγο του στην αρχή τονίζοντας ‘πόσο σημαντικός είναι ο πολιτισμός και πως πάντοτε η πολιτεία είναι δίπλα στους ανθρώπους του πολιτισμού’, αλλά φρόντισε να εξαφανιστεί στην επίδοση των βραβείων. Εάν είχαμε μια χώρα η οποία ευημερούσε οικονομικά και η οποία μπορούσε από ιδιωτικούς πόρους να καλύπτει τα έξοδα τότε δεν θα είχαμε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ζούμε σε μια χώρα όμως η οποία ουσιαστικά έχει χρεοκοπήσει.

Έχω παρατηρήσει πως τελευταία έχουν μεγάλη απήχηση οι παραστάσεις-υπερθεάματα, οι πολυέξοδες, με ηχηρά ονόματα για συντελεστές. Γενικότερα ακριβές παραστάσεις που σε καμία περίπτωση δεν απηχούν το οικονομικό πρόβλημα του μέσου Έλληνα. Παρόλα αυτά, γεμίζουν. Δεν το βρίσκετε κάπως οξύμωρο αυτό;

Δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως θα παραγάγεις καλό πολιτιστικό προϊόν εάν έχεις χρήματα. Και το ότι αυτά τα υπερθεάματα τα παρακολουθεί πολύς κόσμος, δεν σημαίνει απαραίτητα πως καταξιώνονται. Δεν τα επικρίνω, διότι γι’ αυτό γίνονται, για να μαζεύουν κόσμο, δεν μπορείς όμως να κρίνεις την αξία ενός πολιτιστικού προϊόντος, από την απήχηση που θα έχει. Όταν ο Σεφέρης είχε βγάλει την πρώτη του ποιητική συλλογή την είχαν αγοράσει δύο άτομα όλα κι όλα. Εξαρτάται λοιπόν το είδος. Αυτό δεν σημαίνει πως η τέχνη δεν πρέπει να είναι λαϊκή. Η τέχνη πρέπει να είναι για όλον τον κόσμο και να έχει τη δυνατότητα ο καθένας να την παρακολουθήσει. Άλλωστε, μία κριτική που ασκήθηκε σε εμένα, όταν πήγα στο Παρίσι ήταν από έναν δημοσιογράφο ο οποίος είπε ‘εντάξει, πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησαν 50 άτομα την παράσταση’. Εάν έρχονταν δηλαδή 100 άνθρωποι, θα με αναγνώριζε; Δεν είναι αυτό το θέμα, είναι το ίδιο το έργο τι κάνει.

199600_197705740261709_7013270_n

Στο Παρίσι πώς σας αντιμετωπίσανε;

Πρέπει να πω κάτι που ο πολύς κόσμος δεν το ξέρει. Η συμφωνία να πάω στο Παρίσι κλείστηκε μερικούς μήνες πριν. Θα μπορούσα βέβαια, βλέποντας όλη αυτή την πολεμική που ασκούταν εναντίον μου να το ακυρώσω. Αλλά ποτέ δεν έχω κάνει στη ζωή μου κάτι που να μου το επιβάλει κάποιος άλλος. Και πίσω από όλα αυτά υπήρχε και ένας εθνικός λόγος. Προσκλήθηκα εκεί από την ελληνική πρεσβεία για να γιορταστούν τα 90 χρόνια της ελληνικής κοινότητας στο Παρίσι. Και πήγα Σαββατοκύριακο. Η μόνη διαφορά ήταν πως Δευτέρα 13.00 το μεσημέρι ήμουν στο γραφείο μου, αντί για τις 6.30 που έρχομαι κανονικά. Υπήρχε μια πλήρης ανταπόκριση από τον κόσμο αφού στην αίθουσα όπου δόθηκε η παράσταση υπήρχαν ακόμη και όρθιοι. Και άνθρωποι που συνάντησα εκεί εξεπλάγησαν για τη σφοδρότητα με την οποία αντιμετώπισαν την απόφασή μου να πάω στο Παρίσι.

Συνεχίζεται…

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα